Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2010

Γραπτή εξέταση στη Νεοελληνική Λογοτεχνία Α Γυμνασίου

Κείμενο: Ταξίδι χωρίς επιστροφή
            Η θεία μου έχασε το χρώμα της.         
            - Γιάγκο, δε θα φύγω χωρίς εσένα, ποτέ! Είναι λοιπόν τόσο άσχημη η κατάσταση;
            Ο θείος κατέβασε το κεφάλι για να κρύψει την απελπισία του.
            -Είναι, Ερμιόνη, δε σου το κρύβω. Όμως, υπάρχουν και ελπίδες, ακόμα, υπάρχουν...Ο Θεός είναι μεγάλος! Πάντως εσείς θα φύγετε σήμερα. Μην επιμένεις, μη με στενοχωρείς. Έχω ανάγκη να συγκεντρωθώ. Πρέπει να φύγω αμέσως για το εργοστάσιο. Εσύ πήγαινε στο σπίτι, αν νομίζεις πως χρειάζεται να πάρεις τίποτα.
            Όταν έφυγε ο θείος Γιάγκος, η θεία μου έμεινε εκεί στη θέση της, απολιθωμένη, άβουλη, νεκρή. Ύστερα την έπιασε πάλι το στομάχι της κι άρχισε να κάνει εμετούς, όπως τότε στην καταστροφή την πρώτη, του Αϊντινιού. .........................................................................................................................................
            Έτρεξα να ντυθώ. Αισθανόμουν ανατριχίλες, σαστισμάρα και διάθεση να κλάψω. Σε λίγο μπήκε στο δωμάτιό μου η θεία Ερμιόνη. Στα χέρια της κρατούσε μια σακουλίτσα λίρες.
            -Αυτά, δώσε τα στη μητέρα σου, μου είπε, και πες της (εδώ η θεία μου μεταχειρίστηκε πληθυντικό) να τα φυλάξουν, να μην τα ξοδέψουν. Μόλις δουν πως πλησιάζουν οι Τούρκοι, να μπαρκάρουν με το πρώτο βαπόρι, με το πρώτο καΐκι. Μη γελαστούν και ξενοιαστούν. Ακούς;
            Σ’ όλη τη διαδρομή, καθώς αγκομαχούσε το τρενάκι του Μπουτζά για να φτάσει στη Σμύρνη, αγκομαχούσε κι η καρδιά μου από την αγωνία. Τα μάτια μου παίζανε νευρικά αρπάζοντας εκείνες τις όλο γαλήνη εικόνες του ήρεμου τοπίου: τα περιβόλια με τα δέντρα, που κλαριά τους γέρνανε ως κάτω απ’ τον πλούσιο καρπό, τα κοκκινόμαυρα χώματα, που ρουφούσαν ηδονικά τα τρεχούμενα λαχταριστά νερά, τις αγελάδες και τ’ άλογα που αδιάφορα μασούλιζαν το αφράτο χώμα τους.
            Μέσα μου πάλευε η συγκίνηση με την οργή. Γιατί πάλι αυτή η αναταραχή κι η τρικυμία; Γιατί οι άνθρωποι του τόπου μας έπρεπε να τρέχουν κυνηγημένοι και να σκοτώνονται; Γιατί να καίγονται πάλι τα σπίτια τους και τα σπαρτά τους και οι ελπίδες τους; Γιατί δε βρισκόταν ένας τρόπος να ζει ο καθένας στη γη των προγόνων του και να τη δουλεύει ήσυχα και καλά, είτε Τούρκος ήταν είτε Έλληνας; Να ‘ταν από Θεού δοσμένο τότε, δε θα ‘ταν πόλεμος, θα ‘ταν σεισμός, αστροπελέκι, πλημμύρα. Τούτη τη συμφορά ποιοι άνθρωποι να τη φτιάχναν και γιατί;  
Ερωτήσεις: 1. Σε ποια χρονική περίοδο αναφέρεται το κείμενο; Ποιο πρόβλημα αντιμετωπίζει η ηρωίδα; 
2.α. Σε ποιο πρόσωπο γράφεται το απόσπασμα και γιατί;
2.β. Να εντοπίσετε ένα απόσπασμα στο οποίο υπάρχει διάλογος, να βρείτε τα πρόσωπα που συμμετέχουν σ’ αυτόν και να αναφερθείτε στην προσφορά του διαλόγου μέσα στο κείμενο
3.α. Να βρείτε στο κείμενο τρία χωρία όπου να διαφαίνεται το χιουμοριστικό (ή ειρωνικό) ύφος του συγγραφέα.
3.β. Να αντιστοιχίσετε τις φράσεις της στήλης Α με τα σχήματα λόγου της στήλης Β
Στήλη Α
Στήλη Β
1.Ο πατέρας μου έσκυψε, άγγιξε τα μαλλιά μου, με χάιδεψε
Α. παρομοίωση
2. Ήμουν σαν ένα μικρό καταστολισμένο σφαγάρι
Β. μεταφορά
3. κάρφωσα τα μάτια μου στην κορφή του κεφαλιού του
Γ. ασύνδετο σχήμα
4. μισό χαρούμενος μισό αλαφιασμένος
Δ. μεταφορά
5. μια μέρα έδεσα κόμπο την καρδιά μου
5. αντίθεση
4α. Να σχολιάσετε το απόσπασμα από «Μέσα μου πάλευε....και γιατί;». Ποιο μήνυμα θέλει να περάσει η συγγραφέας του μυθιστορήματος;
4β. Να αναφερθείτε στις αντιδράσεις της Ερμιόνης και του Γιάγκου στο συγκεκριμένο απόσπασμα. Γιατί αντιδρούν διαφορετικά;
5. Να περιγράψετε την ψυχολογική κατάσταση της Αλίκης με συγκεκριμένες αναφορές στο κείμενο.

        Δεν υπάρχουν σχόλια: