Τρίτη 24 Ιουνίου 2014

Για τους μαθητές μου!


Καλό καλοκαίρι, να είστε όλοι και όλες καλά και να ξεκουραστείτε, να ονειρευτείτε, να χαρείτε με όλη σας την ψυχή...ίσως του χρόνου τα ξαναπούμε!
Σας ευχαριστώ όλους!

Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ Λυκείου

Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.
Στην οδό Αιγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά!                                                1
Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως.
Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από
            τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε.                                                   5
Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε
Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,
Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες,
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες              10
Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα
            οι ίδιοι στα παιδιά τους
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών
            των παιδιών τους.                                                                            15
Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται
            η Τράπεζα Συναλλαγών
- εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται-
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
-εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν-               20
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία,
            τις ωραίες εκκλησιές

Η Ελλάς των Ελλήνων.

Ερωτήσεις:
1. “Τράπεζα Συναλλαγών- Τουριστικά γραφεία- πρακτορεία μεταναστεύσεων- τόσα τροχοφόρα: Ποια φαινόμενα που σημάδεψαν την οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή της Ελλάδας στη δεκαετία 1960-1970 θίγει ο συγγραφέας μέσα απαυτές τις αναφορές;
2.α. Το ποίημα διακρίνεται σε δύο νοηματικά επίπεδα: στο πρώτο περιγράφεται το παρόν και στο δεύτερο υπάρχουν υπαινιγμοί που αναφέρονται στο παρελθόν. Να διακρίνετε τα σημεία του ποιήματος που αφορούν κάθε επίπεδο.
2.β Πώς αντιλαμβάνεστε τη χρήση του β΄ πληθυντικού προσώπου ξέρατε(στ. 5);
3. “Θυμούνται τα λόγια στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους”, (στ. 9-13): Να σχολιάσετε το βαθύτερο νόημα αυτών των στίχων.
4. Να συγκρίνετε το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη με αυτό του Κλ. Κύρου ως προς το περιεχόμενο:
Κλ. Κύρου: Κραυγές της νύχτας 9
Μιλώ με σπασμένη φωνή δεν εκλιπαρώ
Τον οίκτο σας μέσα μου μιλούν χιλιάδες στόματα
Που κάποτε φώναζαν οργισμένα στον ήλιο
Μια γενιά που έψελνε τα δικαιώματά της
Κουνώντας λάβαρα πανηγυριού σειώντας σπαθιά
Γράφοντας στίχους εξαίσιους μιας πρώτης νεότητας
Ποτίζοντας τα σπαρτά με περίσσιο αίμα
Μικρά παιδιά που αφέθηκαν στο έλεος τουρανού.
Η γενιά μου ήταν μια αστραπή που πνίγηκε
Η βροντή της η γενιά μου καταδιώχτηκε
Σα ληστής σύρθηκε στο συρματόπλεγμα
Μοίρασε σαν αντίδωρο τη ζωή και το θάνατο
................................................................................... (απόσπασμα)


Νεοελληνική Λογοτεχνία Β Λυκείου

Α. ΚΕΙΜΕΝΟ: «ΤΑ ΧΤΑΠΟΔΑΚΙΑ» ΤΟΥ Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗ
            Οι νοτιάδες φέρναν σύγνεφα εκείνο το χειμώνα, μα όχι το 'να πίσω από τ' άλλο. Άφηναν και ώρες, την κάθε μέρα, που ξαστέρωνε λιγάκι ο ουρανός. Αυτό γινόταν περί το δειλινό. Κι όταν ο ήλιος, όσο δεν παίρνει χρυσαφής, κάτι σα μέλι φωτεινό, ξεχυνόταν στο μικρό λιμάνι, στ' αργοσάλευτα καΐκια του, στις μπαταρισμένες βάρκες, στα δίχτυα των ψαράδων που στέγνωναν απλωμένα, στη θάλασσα που σιγανάσαινε, στους ανθρώπους που τριγυρνούσαν πέρα δώθε, άγνωστο γιατί. Περί τη νύχτα θα χάλαγε πάλι ο καιρός. …Και το όντις, σε λίγο έφταναν ξανά τα σύγνεφα, αβγατίζοντας πολύ το βραδινό σκοτάδι, έτσι που 'σφιγγε η ψυχή του ανθρώπου.
Έτσι λοιπόν, την ώρα που ο Αστέρας[1] πάλευε με τα σύγνεφα, μπήκε ο λεγάμενος στο μαγαζάκι, μποτζάροντας[2] δώθε κείθε, σαν τραμπάκουλο[3] σε σοροκάδα[4]. Κοντός ήταν και κακοσούσουμος, αρκούντως γηραλέος, όχι καλοντυμένος ούτε καθαρός, μ' ένα μαντίλι ματωμένο γύρω στο κεφάλι - σίγουρα φρεσκοσπασμένο ήταν. Η μύτη του μάλιστα είχε μεγάλα χάλια, γδαρμένη, πρησμένη, σκεπασμένη κομμάτια αίμα πηχτό. Ή κουτρουβάλα είχε πάρει ο ερίφης[5], ή ξύλο γερό είχε πέσει, μπερντάχι[6] , με σύστημα, πάνω χέρι - κάτω χέρι, του αλατιού τον είχαν κανωμένο. Τώρα γινωμένος[7] ήταν όταν τις έφαγε, ή τα κοπάνισε κατόπι, να πνίξει στο κρασί το μεράκι του καβγά; Αυτό δεν το ξέρουμε. Το βέβαιο είναι, λίαν σουρωμένος ήταν όταν μπήκε στο μαγαζί, κρατούσε μάλιστα στο χέρι κατιτίς τυλιγμένο σε χαρτί, φαγώσιμο πρέπει να ήταν. Προχώρησε, το λοιπόν, κατά τον μπεζαχτά, χαιρετώντας πολύ εγκάρδια τις δύο παρέες που βρίσκονταν την ώρα εκείνη στο μαγαζί.
Μα δεν πήρε αντιχαιρέτισμα, ένεκα που οι μεν -δυο μαντράχαλοι- ήσαν πολύ απασχολημένοι με τις κοπέλες τους και δεν είχαν καιρό για κουβέντες άχρηστες. Όσο για τους δε, αυτοί πίναν το κρασί τους λίαν βαρύθυμοι και σέρτικοι[8], είχαν φαίνεται τις στεναχώριες τους. Τι να κάνει λοιπόν, κι αυτός; Παράγγειλε ούζο καραφάκι, κι έπιασε κουβέντα με το μαγαζάτορα, ένεκα που ο Θεός τον έκανε άνθρωπο κοινωνικό, πολύ συσχετικό, η μουγκαμάρα κι η περισυλλογή ποσώς[9] δεν του επήγαιναν. Είπε μάλιστα τη γνώμη του δυνατά, να την ακούσει όλος ο κόσμος:
- Όποιος δε μιλάει, πεθαμένος είναι και θάβουν τον!
Ακούμπησε το στράτσο στον μπεζαχτά κι άρχισε ν' αδειάζει το καραφάκι σε δυο νεροπότηρα, προσέχοντας φοβερά στη μοιρασιά, μήπως τυχόν και στάξει κόμπος στο 'να πιότερο από τ' άλλο. Αφού τέλειωσε τη δίκαιη αυτή κατανομή, πήρε το πρώτο ποτήρι και το ήπιε, ήπιε και το δεύτερο, θαραπάηκαν[10] τα σωθικά του κι άρχισε μεγάλο λακριντί[11] με το μαγαζάτορα. Ένεκα όμως που η παρέα μας βρισκόταν κάμποσο μακριά, δεν έδωσε κανείς μας προσοχή, εξάλλου είχαμε δικές μας κουβέντες να πούμε, πολύ σοβαρές και διόλου ευτράπελες. Πες πως τον αλησμονήσαμε κι αυτόν, και τα σπασμένα μούτρα του, και το στράτσο και το μεθύσι του και το λακριντί του. Όταν, έξαφνα, κουβέντες σε ύφος έντονο τράβηξαν την προσοχή μας:
- Όχι, κύριος, δε θέλουμε το κέρασμά σου!
- Και γιατί, δηλαδής; Εγώ εκινήθην από την ευγενής πρόθεσις... 
-Κόβε λόγια και στρι! [12]Πολύ ψείρα μάς γίνηκες!
Η παρεξήγηση συνέβαινε με την άλλη παρέα που ο ερίφης θέλησε να την κεράσει, άγνωστο γιατί. Ίσως που το κρασί τον έκανε πολύ κοινωνικό, πρόθυμο να πιάσει σχέσεις εύκολες και γκαρδιακές με τον πάσα τυχών[13]. Ίσως πάλι και να του γυάλισαν τα κορίτσια, ήθελε να κάνει το κομμάτι του. Οι μαντράχαλοι όμως πήραν αλλιώς το πράμα, εξ’ ου κι ο καβγάς – «περικαλώ, κύριος!» και «με το μπαρδόν, δεν είσαστε εν τάξει εν πάση περιπτώσει!».
Ο ένας μάλιστα από τους δυο -άνθρωπος ευερέθιστος- σηκώθηκε μια στιγμή, κι είπε λόγια βαριά που προδίκαζαν[14] χειροδικία. Τσίριξαν τα κορίτσια: «Mανόλη! Για τ' όνομα της Παναγιάς!», μπήκε στη μέση κι ο άλλος, ο πλέον ψύχραιμος, και το επεισόδιο θεωρείται λήξαν. Ο ερίφης υποχώρησε κανονικά κατά τον μπεζαχτά, όπου τον τραβούσε από το μανίκι ο ταβερνιάρης αυταρχικότατα:
- Ήπιες το ούζο σου, Παναγιωτάκη; Πλέρωνε και στρίβε! Όχι ιστορίες στο μαγαζί μου!
Σαν ν' αποφάσισε να ησυχάσει ο Παναγιωτάκης, αλλά για να φύγει, ούτε λόγος! Ήθελε, σώνει και καλά, ν' ανοίξει την καρδιά του, να πει τον πόνο του, να μιλήσει με άνθρωπο. Κανείς να μην τον θέλει, κανείς να μην καταλαβαίνει, όλοι να τον διώχνουν - τι κακό πάλι αυτό!
Εξάλλου, ο άνθρωπος είχε πια τα πιο φιλειρηνικά αισθήματα. Ξεδίπλωσε το στράτσο, τράβηξε δυο χταποδάκια που ήταν μέσα, τα καμάρωσε κι εδήλωσε πως έχει κάθε δικαίωμα να τα μαγειρέψει και να τα φάει ποτίζοντάς τα με μπόλικον κράσο, ένεκα που το χταπόδι χωρίς ένα πρώτο κρασί δε μαγειρεύεται, και δίχως ένα δεύτερο δε χωνεύεται. Άρχισε, λοιπόν, μεγάλες συνεννοήσεις με το μαγαζάτορα, να του ψήσε ι τα χταπόδια, να τα φάει εδώ που βρίσκεται, δηλαδή να τα φάνε παρέα, ένεκα που η μοναξιά κι αυτός δεν συνταιριάζουν, ανέκαθεν ντερμπεντέρης[15] άνθρωπος ήταν. Ο μαγαζάτορας όμως είχε μεγάλες αντιρρήσεις. Των αδυνάτων αδύνατο! Η φουβoύ[16] ήταν πιασμένη με τις γόπες, κατόπι θα τηγάνιζε πατάτες, ύστερα θα έρχονταν η πελατεία και θα παράγγελνε της ώρας πράματα, συκωτάκια, μπαρμπουνάκια, σαγανάκια.
- Ό,τι άλλο, Παναγιωτάκη μου, αυτό όμως μη μου το ζητάς!
- Δεν έχω, δηλαδής, το δικαίωμα να φάω κι εγώ ένα μεζέ σαν άνθρωπος -να, τα χταποδάκια μου- και να πιω το κρασί μου, σα φιλήσυχος πολίτης;
- Δε γίνεται, Παναγιωτάκη μου! του είπε ο άλλος κoφτά. Να πας στην Ευταλία να στα μαγειρέψει. Κι άντε τσαμπούκ  τσαμπούκ[17], άδειαζέ μου το μαγαζί κι έχω δουλειά! Πλακώνει πελατεία.
Ο ερίφης σώπασε, σα να είδε πως τίποτα δε γίνεται, πως έπρεπε να το πάρει απόφαση. Τύλιξε τα χταποδάκια στο στράτσο, τα έβαλε υπομάλης και τράβηξε κατά την πόρτα. Μα η αγανάχτηση τον έπνιξε. Γύρισε, το λοιπόν, κι άρχισε καινούρια δημηγορία:
- Στην Ευταλία... Άιντε συ να πεις στην Ευταλία να στα μαγειρέψει! Συ, που δεν είσαι άντρας της... Εγώ, δηλαδή, δεν έχω δικαίωμα να φάω ένα μεζέ, να πιω ένα κρασί;
Αργά κατάλαβε πως μιλούσε στα κούφια, ένεκα που ο μαγαζάτορας είχε αποτραβηχτεί στην κουζίνα. Σήκωσε, το λοιπόν, τους ώμους και τράβηξε πάλι κατά την πόρτα. Φαίνεται όμως πως δε βολούσε η ψυχή του να ξεκολλήσει εύκολ' απ' το μαγαζί. Περνώντας μπροστά στην παρέα μας κοντοστάθηκε. Ήθελε κουβέντα.
- Έχει τσιγάρο;
Απόκριση καμιά. Είδαμε τι κολλιτσίδα ήταν, αν του μιλούσαμε ξεκολλημό δε θα 'χε. Αυτός όμως εκεί!
- Θέλω τσιγάρο.
- Δεν έχει! του λέει ο Αγλέουρας.
- Πώς δεν έχει, αφού καπνίζετε!
Ήταν κι αναιδής.
- Άιντε στο καλό! του λέει ο υποπλοίαρχος, κι άσε μας ήσυχους.
Ακούς;
Αυτό δεν του άρεσε του φίλου. Πήρε αμέσως ύφος κουτσαβάκικο[18], προκλητικό, μπεχλιβάνικο[19]*. Κι αμόλησε την πρόστυχη κουβέντα:
- Επειδή, δηλαδής, έχεις δυόμισι γαλόνια στο μανίκι, μας κάνεις και  τον κάργα; [20]
Ο υποπλοίαρχος χαμογέλασε κάτω από τα μουστάκια του. Μα ο Αγλέουρας σηκώθηκε, άρπαξε τον Παναγιωτάκη από τις πλάτες και απλά, αυστηρά, θετικά τον έβγαλ' έξω από το μαγαζί. Τον έβγαλε, δεν τον πέταξε. Όλα γίνηκαν μ' ευγένεια και κατανόηση, ως αρμόζει να φέρεται κανείς σ' έναν μεθυσμένο, έναν ακαταλόγιστο. Κι αυτός δεν έφερε καμιάν αντίσταση, ψοφοδεής[21] ήταν, μόνο λόγια και τίποτες άλλο. Ανθρωπάκος, που το κρασί τον εχτυπούσε παράξενα, τον έκανε να λέει μπούρδες δίχως να συλλογιστεί.
Ο Αγλέουρας εγύρισε και ξανακάθισε στη θέση του. Κέφι δεν είχαμ' εξαρχής, τώρα το λίγο που είχε απομείνει ξανεμίστηκε κι αυτό. Δεν ήταν να 'ρθει κι αυτό τ' αυτοκίνητο, να πάμε στις δουλειές μας! Και να, δεν πέρασαν ούτε τρία λεφτά, και ξαναπαρουσιάστηκε στην πόρτα. Έκανε να μπει πάλι στο μαγαζί, ένεκα που είχε μεθύσι πεισματάρικο, επίμονο, τίποτα δεν τον έκανε ν' αλλάξει το κέφι του. Μεμιάς όμως όλοι σηκωθήκαμε, η παρέα μας, η άλλη παρέα, ο μαγαζάτορας:
- Πάλι εδώ είσαι; Έξω! Έξω! Φεύγ' από δω! Πήγαινε στο σπίτι σου! Μπεκρούλιακα! Προστυχόμουτρο! Κολλιτσίδα! Ψείρα! Ψείρα!
Αυτό γίνηκε τίμια κι αυθόρμητα, μας είχε φέρει ως εδώ, ο αλιτήριος! Όσο εμείς ξαφνιαστήκαμε από το φέρσιμό μας, άλλο τόσο κι αυτός. Η κατακραυγή χίμηξε απάνω του, τόνε βάρεσε στο στήθος, τον σταμάτησε, τον πισωπλάτισε. Απόμεινε ασάλευτος, κρατώντας τα τυλιγμένα χταπόδια στο χέρι το ζερβί, κι έριξε ματιά γεμάτη δέος ολοτρόγυρα. Πρέπει τα μούτρα μας να ήσαν τόσο άγρια, που φοβήθηκε.
- Καλά... μουρμούρισε... Καλά! Θα φύγω... Αφού δε με θέλετε... Μα πού να πάω; Πού; Στην Ευταλία; Ένας λόγος είναι αυτός. Ούτε κι αυτή με θέλει, όπως κι εσείς. Κανείς! Κανείς... Τον έπιασε κάτι σαν παράπονο, κι άπλωσε το χέρι όπου κρατούσε τα χταπόδια:
- Να! Αυτά τα χταπόδια. Στη χόβολη... Όλοι μαζί θα τα τρώγαμε. Ένα μεζέ κι ένα κρασί. Σαν άνθρωπος κι εγώ. Σαν άνθρωπος...
Μας κοίταγε και πρόσμενε κατανόηση, σαν άνθρωπος από τους ανθρώπους. Μα μόνο φάτσες παγωμένες αντίκρισε, μάτια γεμάτα σκληράδα και κακία. Κακία ανθρώπινη.
Τότε, κατάλαβε. Κάτι σαν αποκαρδίωση τον έπιασε, όλα έσπασαν εντός του. Έπεσε αδύναμο το χέρι που κρατούσε τα δυο χταπόδια στο στράτσο το χαρτί, μάταιη προσφορά στην κατανόηση των ανθρώπων.
Πήρε αργή στροφή, βγήκε πάλι από το μαγαζί, έπεσε βαρύς στο σκαλοπάτι κι απόμεινε ασάλευτος, με το τσακισμένο του κεφάλι μες στις δυο παλάμες. Δεν εμίλησε πια, τίποτα δεν είπε, μα έσμιξε την ψυχή του με τη νύχτα του νοτιά, τη σκέπασε με σύγνεφα, την τύλιξε με πνοές όστριας[22] χειμωνιάτικης. Όσο για μας, ξανασκύψαμε στα ποτήρια, στις εφημερίδες, στις κουβέντες μας, μην καταλαβαίνοντας, μη θέλοντας να καταλάβουμε. Πέρασε έτσι ώρα αρκετή, ίσως και δέκα λεφτά, ίσως και τέταρτο ολόκληρο. Κι όταν ανασήκωσα τα μάτια και κοίταξα την πόρτα, εκεί που είχε καθίσει δεν τον είδα πια. Είχε  φύγει, τράβηξε μέσα στη νύχτα, ποιος ξέρει για πού, να μαγειρέψει τα χταπόδια του, να πιει ένα κρασί, σαν άνθρωπος. Σαν άνθρωπος, ακριβώς...
Β. Ερωτήσεις:
1.      Να εντοπίσετε τρία νατουραλιστικά στοιχεία του κειμένου και να τα αναπτύξετε.
Μονάδες 15
2.      Ποιες αφηγηματικές τεχνικές χρησιμοποιούνται μέσα στο κείμενο
Μονάδες 20
3.      Γιατί ο συγγραφέας επιλέγει να χρησιμοποιεί ο Παναγιωτάκης τις παρακάτω φράσεις;
- Και γιατί, δηλαδής; Εγώ εκινήθην από την ευγενής πρόθεσις... 
 – «περικαλώ, κύριος!»
-«με το μπαρδόν, δεν είσαστε εν τάξει εν πάση περιπτώσει!».
4.      Να σχολιάσετε σε μία παράγραφο (80-100 λέξεις)
- Όποιος δε μιλάει, πεθαμένος είναι και θάβουν τον!
- Να! Αυτά τα χταπόδια. Στη χόβολη... Όλοι μαζί θα τα τρώγαμε. Ένα μεζέ κι ένα κρασί. Σαν άνθρωπος κι εγώ. Σαν άνθρωπος...
Μονάδες 25
5.      Να διαβάσετε το παρακάτω παράλληλο κείμενο και να βρείτε δύο ομοιότητες και μία διαφορά
Μονάδες 20
Βακχικό
 Τεύκρος Ανθίας
 Ήθελ’ απόψε να σου πω για τη λατέρνα˙
μα πού μ’ αφήνουνε τα ντέρτια να σκεφτώ!
Αν θέλεις όμως, έλα, κέρνα, ξανακέρνα,
ίσως μπορέσω στο πιοτό να ξεχαστώ.

Α! μπράβο. Αδειάζουνε οι μισές, τα κανατάκια,
κι εκεί στον πάγκον επιστρέφουν γιομιστά:
με της ζωής μας τα λαθρόβια φαρμάκια,
που τις στιγμές μας συντροφεύουνε πιστά.

Σε ποιο ντεπόζιτο τα βάνεις, ταβερνιάρη;
Πώς τα κρατάς όλα κλεισμένα μέσα εκεί;
Μήπως τα δίνεις στο φτωχό το λατερνιάρη
και τα σερβίρει στο κοινό για Μουσική;

Σαν κάτι τέτοιο θα μας κάνεις, υποθέτω
γιατί το χέρι της λατέρνας, σα γυρνά,
της δυστυχίας και της πλήξης το ντουέτο
μες στα κανάτια τα γιομάτα μας κερνά.

Ήθελα απόψε να σου πω για τη λατέρνα.
Μα πού μ’ αφήνουνε τα ντέρτια να σκεφτώ!
Αν θέλεις όμως, έλα, κέρνα, ξανακέρνα,
ίσως μπορέσω στο πιοτό να ξεχαστώ.



[1] Ο Αστέρας = το βραδινό αστέρι, ο Αποσπερίτης,
[2] μποτζάροντας = γέρνοντας πότε από τη μια και πότε από την άλλη μεριά, όπως το σκάφος,
[3] τραμπάκουλο = μικρό, πλατύ ιστιοφόρο,
[4] σοροκάδα = κυματισμός της θάλασσας που προκαλείται από ανέμους νότιους έως δυτικούς
[5] ερίφης = άνθρωπος,
[6] μπερντάχι = ξυλοδαρμός,
[7] γινωμένος = μεθυσμένος,
[8] σέρτικος = αψύς, νευρικός
[9] ποσώς = καθόλου,
[10] θαραπάηκαν = αγάλιασαν, ευχαριστήθηκαν,
[11] λακιρντί = συνομιλία,
[12] κόβε λόγια και στρι = σταμάτησε τη συζήτηση και φύγε,
[13] τον πάσα τυχών = τον τυχόντα, τον καθένα,
[14] προδικάζω = προεξοφλώ,
[15] ντερμπεντέρης = αλήτης,
[16] φουβού = φουφού, είδος ψησταριάς,
[17] τσαμπούκ = γρήγορα,
[18] κουτσαβάκικο = μάγκικο,
[19] μπεχλιβάνικο = που ταιριάζει σε μπεχλιβάνη (παλαιστή),
[20] κάνω τον κάργα = παριστάνω τον σπουδαίο,
[21] ψοφοδεής = δειλός, κακομοίρης,
[22] όστρια = νότιος άνεμος.

Διαγώνισμα στα Αρχαία Ελληνικά Γ Λυκείου

Κείμενο: Αριστοτέλης , Πολιτικά Γ1, 1-2
{ Τῷ περὶ πολιτείας ἐπισκοποῦντι, καὶ τίς ἑκάστη καὶ ποία τις, σχεδὸν πρώτη σκέψις περὶ πόλεως ἰδεῖν, τί ποτέ ἐστιν ἡ πόλις. Νῦν γὰρ ἀμφισβητοῦσιν, οἱ μὲν φάσκοντες τὴν πόλιν πεπραχέναι τὴν πρᾶξιν, οἱ δ’ οὐ τὴν πόλιν ἀλλὰ τὴν ὀλιγαρχίαν ἢ τὸν τύραννον· τοῦ δὲ πολιτικοῦ καὶ τοῦ νομοθέτου πᾶσαν ὁρῶμεν τὴν πραγματείαν οὖσαν περὶ πόλιν, ἡ δὲ πολιτεία τῶν τὴν πόλιν οἰκούντων ἐστὶ τάξις τις. Ἐπεὶ δ’ ἡ πόλις τῶν συγκειμένων, καθάπερ ἄλλο τι τῶν ὅλων μὲν συνεστώτων δ’ ἐκ πολλῶν μορίων, δῆλον ὅτι πρότερον ὁ πολίτης ζητητέος˙ ἡ γὰρ πόλις πολιτῶν τι πλῆθός ἐστιν.}  Ὥστε τίνα χρὴ καλεῖν πολίτην καὶ τίς ὁ πολίτης ἐστὶ σκεπτέον. Καὶ γὰρ ὁ πολίτης ἀμφισβητεῖται πολλάκις· οὐ γὰρ τὸν αὐτὸν ὁμολογοῦσι πάντες εἶναι πολίτην· ἔστι γάρ τις ὃς ἐν δημοκρατίᾳ πολίτης ὢν ἐν ὀλιγαρχίᾳ πολλάκις οὐκ ἔστι πολίτης.

Ερωτήσεις
Α.     Από το κείμενο που σας δίνεται να μεταφράσετε  το απόσπασμα: «Τώ περί πολιτείας............................πλήθος εστίν».
Μονάδες 10

Β1.   Για ποιους λόγους κατά τον Αριστοτέλη πρέπει πρώτα να διερευνηθεί το θέμα
«τις η πόλις εστίν»;
Μονάδες 15

Β2. «Ἐπεὶ δ’ ἡ πόλις … πλῆθός ἐστιν»: ο Αριστοτέλης με αυτή τη φράση διατυπώνει την άποψη ότι για να οριστεί η πόλη πρέπει πρώτα να οριστεί ο πολίτης. Για ποιον λόγο και ποια μέθοδο χρησιμοποιεί για να φτάσει στον ορισμό της πόλης;
Μονάδες 15

Β3.   Ποια ήταν η σημασία της αρχαίας ελληνική λέξης «πόλις»;
Μονάδες 10

Β4.α.   ἀμφισβητοῦσιν»: Να βρείτε την ετυμολογία της λέξης και να δώσετε πέντε  σύνθετες λέξεις με πρώτο συνθετικό το πρόθεμα «αμφι-» στα νέα ελληνικά.
Β4.β. Να δημιουργήσετε πέντε ονοματικά σύνολα με παράγωγα (απλά ή σύνθετα) από το πρώτο συνθετικό της λέξης «δημοκρατίᾳ».
Μονάδες 10

Άγνωστο Κείμενο Ισοκράτους, Φίλιππος, 111-112
᾿Εκεῖνος γὰρ ὁρῶν τὴν ῾Ελλάδα πολέμων καὶ στάσεων καὶ πολλῶν ἄλλων κακῶν μεστὴν οὖσαν, παύσας ταῦτα καὶ διαλλάξας τὰς πόλεις πρὸς ἀλλήλας, ὑπέδειξε τοῖς ἐπιγιγνομένοις μεθ' ὧν χρὴ καὶ πρὸς οὓς δεῖ τοὺς πολέμους ἐκφέρειν. Ποιησάμενος γὰρ στρατείαν ἐπὶ Τροίαν, ἥπερ εἶχεν τότε μεγίστην δύναμιν τῶν περὶ τὴν ᾿Ασίαν, τοσοῦτον διήνεγκε τῇ στρατηγίᾳ τῶν πρὸς τὴν αὐτὴν  ταύτην ὕστερον πολεμησάντων,  ὅσον οἱ μὲν μετὰ τῆς τῶν ῾Ελλήνων δυνάμεως ἐν ἔτεσι δέκα μόλις αὐτὴν ἐξεπολιόρκησαν, ὁ δ' ἐν ἡμέραις ἐλάττοσιν ἢ τοσαύταις καὶ μετ' ὀλίγων στρατεύσας ῥᾳδίως αὐτὴν κατὰ κράτος εἷλεν.
Λεξιλόγιο
διαλλάττω=συμφιλιώνω/οἱ ἐπιγιγνόμενοι=οι μεταγενέστεροι

Γ1. Να µεταφράσετε στο τετράδιό σας το κείµενο.
Μονάδες 20
Γ2.α. Να γράψετε τους ζητούµενους τύπους για καθεµιά από τις παρακάτω λέξεις του κειµένου:
τὴν ῾Ελλάδα: τη γενική ενικού
πολέμων: τη δοτική πληθυντικού
οὓς: την αιτιατική πληθυντικού θηλυκού γένους
δύναμιν: την κλητική ενικού
κράτος: τη γενική πληθυντικού
Μονάδες 5
Γ2.β. Να γράψετε τους ζητούµενους τύπους για καθεµιά από τις παρακάτω λέξεις του κειµένου:
ὁρῶν: το β ενικό πρόσωπο του αορίστου β′
διαλλάξας: το δεύτερο ενικό πρόσωπο προστακτικής αορίστου
εἶχεν: το απαρέµφατο παρακειµένου
ἐξεπολιόρκησαν: το ίδιο πρόσωπο στην οριστική ενεστώτα
εἷλεν: το α’ ενικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα της ίδιας φωνής
Μονάδες 5
Γ3.α. Να χαρακτηριστούν συντακτικά οι παρακάτω προτάσεις:
«μεθ' ὧν χρὴ καὶ πρὸς οὓς δεῖ τοὺς πολέμους ἐκφέρειν»
Μονάδες 4
Γ3.β. Να αναγνωρίσετε συντακτικά τα παρακάτω:
Στάσεων, οὖσαν, τάς πόλεις, ἐπὶ Τροίαν, στρατεύσας, ραδίως

Μονάδες 6