Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2010

"Στροφή"

Στροφή Πορτοκάλογλου και όχι Σεφερική....ωραία, ανατρεπτική, δυναμική και τελικώς αισιόδοξη!

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2010

Βιογραφικό Σημείωμα ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ (1927-1985)


Ο Γιώργος Ιωάννου (ψευδώνυμο του Γιώργου Σορολόπη) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, γιος του Ιωάννη Σορολόπη, υπαλλήλου των σιδηροδρόμων και της γυναίκας του Αθανασίας. Η οικογένειά του κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη από την Ανατολική Θράκη μετά από οικονομική καταστροφή της, και μετά από τον Γιώργο απέκτησε τρία ακόμη παιδιά.

Ο Ιωάννου πέρασε τα μαθητικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη και κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου στη Χαλκιδική και την Αθήνα. Σπούδασε φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο (1947-1950), όπου διετέλεσε και βοηθός καθηγητής στην έδρα Αρχαίας Ιστορίας (1954). Από το 1956 και ως το 1971 εργάστηκε ως φιλόλογος σε διάφορα -ιδιωτικά και δημόσια- σχολεία της Ελλάδας και στη Βεγγάζη της Λιβύης. Το 1971 μετατέθηκε σε αθηναϊκό γυμνάσιο και λίγο αργότερα στο Υπουργείο Παιδείας, όπου παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του.

Από το 1978 ως το 1982 κυκλοφόρησε το περιοδικό Φυλλάδιο με δική του επιμέλεια και συγγραφή κειμένων. Η πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας σημειώθηκε το 1954 με την ποιητική συλλογή Ηλιοτρόπια. Ασχολήθηκε με την πεζογραφία, το θέατρο, το δοκίμιο, το χρονογράφημα, τις μεταφράσεις αρχαιοελληνικών κειμένων και τη λαογραφία. Πήρε μέρος σε ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές και δημοσίευσε κείμενά του στον περιοδικό και ημερήσιο Τύπο. Τιμήθηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (1979 για το έργο του Το δικό μας αίμα).

Πέθανε από μετεγχειρητική επιπλοκή στην Αθήνα σε ηλικία πενηνταοχτώ χρόνων. Κηδεύτηκε στη Θεσσαλονίκη. Το έργο του Γιώργου Ιωάννου τοποθετείται στη μεταπολεμική ελληνική λογοτεχνία και πηγάζει από τις προσωπικές εμπειρίες του συγγραφέα από την εποχή της γερμανικής κατοχής, της εθνικής αντίστασης και του εμφυλίου στην Ελλάδα. Στην πεζογραφία του, από την οποία έγινε κυρίως γνωστός, απεικονίζεται μέσω της μονομερούς αφήγησης και του εσωτερικού υποβλητικού λόγου του μια ολόκληρη εποχή (από τη γερμανική κατοχή ως τη μεταπολίτευση και την μετέπειτα περίοδο) που σφράγισε τη νεοελληνική ιστορία. Το ποιητικό του έργο, έντονα ερωτικό, τοποθετείται στην ομάδα του Κύκλου της Διαγωνίου, ενός από τα σημαντικότερα μεταπολεμικά λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης που ιδρύθηκε από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και στο οποίο ο Ιωάννου υπήρξε βασικός συνεργάτης.


Μια συνέντευξη του Γιώργου Ιωάννου το 1978 στην «Καθημερινή»


Ειχα χαρει κι είχα στενοχωρηθεί μαζί όταν εκδόθηκαν πριν από μερικά χρόνια συγκεντρωμένες σε ένα τόμο συντεντεύξεις του Γιώργου Ιωάννου («Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής», Συνεντεύξεις (1974-1985), πρόλογος-επιμέλεια: Γιώργος Αναστασιάδης, Κέδρος 1996). Συγκεντρώνονταν επιτέλους οι συνεντεύξεις του, αλλά λυπήθηκα γιατί χάθηκε η ευκαιρία να δημοσιευθεί ολόκληρη, χωρίς περικοπές, μια σημαντική συνέντευξη που μου είχε δώσει για την «Καθημερινή» το 1978. Οι εκδότες είχαν συμπεριλάβει στο βιβλίο τη συνέντευξη αυτή, αλλά δεν γνώριζαν ότι υπήρχε αδημοσίευτο στο συρτάρι μου ένα μεγάλο μέρος της, το οποίο προθυμότατα θα παραχωρούσα ώστε να δημοσιευθεί ολοκληρωμένη, αν έμπαιναν στον κόπο να με ενημερώσουν για την έκδοση (ούτε και μετά το έκαναν, άλλωστε).

Η συνέντευξη αυτή έχει τη μικρή της ιστορία (πολύ σημαντική για μένα, γιατί μου έδωσε την ευκαιρία όχι απλώς να γνωρίσω από κοντά έναν πολύ αγαπημένο μου συγγραφέα, αλλά και να αποκτήσω ένα μεγάλο φίλο, καθώς είχα την τύχη από τότε κι έως το θάνατό του να με περιβάλλει ο Ιωάννου με την αγάπη του). Ημουν τότε νέος στην «Καθημερινή», όπου η Ελένη Βλάχου και ο Δημήτρης Παπαναγιώτου, ο διευθυντής μας, μου είχαν εμπιστευθεί το Ρεπορτάζ Θεμάτων Παιδείας -εν βρασμώ και ευαίσθητο όσο ποτέ εκείνα τα ταραγμένα χρόνια της Μεταπολίτευσης και της «εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης». Θέλησα όμως, μόλις ξεψάρωσα, να απλώσω τα πόδια μου και σε άλλα θέματα, πράγμα που δεν εμπόδισε η μεγαθυμία του διευθυντή μας, του Μίμη.

Ετσι το βράδυ της 19ης Δεκεμβρίου 1978 βρέθηκα για πρώτη φορά στο σπίτι του Γιώργου Ιωάννου, στο δίπατο της Αρλέτας, στα Εξάρχεια. H συνάντηση κράτησε ώρες. Εφυγα πετώντας στα σύννεφα. Πέρασα τις Γιορτές εκείνες δουλεύοντας τη συνέντευξη. Τερατώδης απομαγνητοφώνηση, αλλεπάλληλες επεξεργασίες του κειμένου, γραψίματα με το χέρι τεράστιου αριθμού χειρογράφων. Τις πρώτες μέρες του νέου χρόνου παρέδωσα το κείμενο στον διευθυντή, που, παρά τις τόσες του έγνοιες, ασχολήθηκε ο ίδιος μ' αυτό. Το άπλωσε, δόξη και τιμή, σε μια ολόκληρη σελίδα του κυριακάτικου φύλου της 22ας Ιανουαρίου 1979 - σελίδα τότε που χωρούσε ίσως και το διπλάσιο κείμενο απ' ό,τι σήμερα.

Συνέντευξη-θάλασσα. Μεστός κι ουσιώδης ο Ιωάννου, εντυπωσιακά προβεβλημένη η συνέντευξη, διαβάστηκε, συζητήθηκε, σχολιάστηκε, ικανοποιημένος κι ο ίδιος ο συγγραφέας. Αλλά εγώ απαρηγόρητος! Γιατί ο Μίμης είχε περικόψει μπόλικα κομμάτια της - «δεν χωρούσαν», μου είπε, «αλλά, ορισμένα, για να προφυλάξω και τον Ιωάννου, και σένα». Να μ' έσφαζες αίμα δεν θά 'βγαζα.

Σήμερα τον ευγνωμονώ. Αν μη τι άλλο, που είχε κόψει ένα φλύαρο, απίστευτα σχοινοτενή πρόλογο, νεανικά «εξομολογητικό». Δεν ενδιέφερε κανέναν. Bλέπω όμως ότι ακόμη και σήμερα, μετά 26 ολόκληρα χρόνια, και 20 από το θάνατο του συγγραφέα, έχουν ενδιαφέρον και είναι καλό να δημοσιευθούν και να υπάρχουν κάπου τα κομμάτια της συνέντευξης που κόπηκαν τότε. Τα δημοσιεύουμε λοιπόν εδώ για πρώτη φορά, ελπίζοντας ότι κάπου, κάποτε, θα δοθεί η ευκαιρία σ' αυτήν τη συνέντευξη να δημοσιευθεί ολόκληρη ως αρχικά είχε. Υπάρχει άλλωστε «ζωντανή», και με τη φωνή του, σε κασέτες.

Ο επίλογος (κομμένος επίσης):

Ετοιμάζομαι να τον αποχαιρετήσω. Τον έχω κουράσει. Πέρασαν κάπου πέντε ώρες από τότε που ήρθα. Ξημερώνει ήδη η άλλη μέρα, Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 1978. Μεθαύριο θα φύγει για Θεσσαλονίκη, να κάνει Χριστούγεννα με τους δικούς του.

Θα μείνετε και την Πρωτοχρονιά επάνω;

- Oχι, θα έχω επιστρέψει στην Αθήνα. Θα πάω σ' ένα φίλο μου όπου έκανα και πέρυσι Πρωτοχρονιά. Δεν κατάφερε να μας πεθάνει τότε με τα θαλασσινά που κάσες ολόκληρες μας φίλεψε, αλλά ελπίζω φέτος σε καμιά δραστικότερη ιδέα.

Καληνυχτίζω γελώντας, κατεβαίνει μαζί μου τα σκαλιά, να με ξεπροβοδίσει:

- Πάντως φέτος αυτή η συνέντευξη με ανησυχεί περισσότερο κι απ' τα θαλασσινά. Σίγουρα θα περάσω καμιά μαύρη Πρωτοχρονιά!
Βασίλης Αγγελικόπουλος

Θεσσαλονίκη πρωτεύουσα των προσφύγων

Γράφει ο Γιώργος Αναστασιάδης* Εκτυπώσιμη σελίδα

“Στο σχολείο δεν έμαθα τίποτε για τους πρόσφυγες”, γράφει η αείμνηστη Άλκη Κυριακίδου - Νέστορος, “ούτε στο πανεπιστήμιο. Κι όταν άρχισα να διδάσκω Ιστορία στο Γυμνάσιο, στο εγχειρίδιο της εποχής η μικρασιατική καταστροφή αναφερόταν ως ένα ατυχές πολεμικό γεγονός με δράστες τους στρατιωτικούς (…).

Ούτε λέξη για τον διωγμό και την προσφυγική εμπειρία. Πώς να ξέρω ότι οι πρόσφυγες ήταν δίπλα μου: Ότι η Θεσσαλονίκη εκτός από ελληνιστική και βυζαντινή πόλη (…) ήταν επίσης και η μητέρα - πρωτεύουσα των προσφύγων; (…)”.

Γιατί προσέτρεξαν όμως και κατέφυγαν τόσοι πρόσφυγες στη Θεσσαλονίκη;

Ο Γ. Ιωάννου έχει καταθέσει τη δική του απάντηση: “Όχι μονάχα γιατί υπήρχαν οι ανάλογες συνθήκες, αλλά και γιατί τους τράβηξε η συγκεκριμένη πολιτεία που την ένιωθαν, τη γνώριζαν κι ας μην την είχαν επισκεφθεί. (…) Ήταν η δική τους “συμβασιλεύουσα” (…) Και είναι βέβαια και η ατμόσφαιρα. Γιατί η Θεσσαλονίκη έχει μια μεγάλη σύνδεση κλιματολογική με τους τόπους απ’ όπου ήρθαν οι πρόσφυγες… Και σκηνογραφική: Οι πρόσφυγες βρήκαν στην πόλη πάρα πολλή από την ατμόσφαιρα της πατρίδος τους, θαρρείς και τη μετέφεραν…”.

Οι πρώτοι πρόσφυγες από τη Σμύρνη άρχισαν να καταφθάνουν το Σεπτέμβριο του 1922. Βέβαια η πόλη είχε ήδη δεχθεί αλλεπάλληλα και σημαντικά προσφυγικά ρεύματα: Υπολογίζεται π.χ. ότι το 1916 υπήρχαν στη Θεσσαλονίκη 30.000 και πλέον πρόσφυγες ομογενείς από τη Βουλγαρία, τη Σερβία, τη Μικρά Ασία, τη Ρωσία, τον Καύκασο.

Η έλευση όμως και η εγκατάσταση των προσφύγων στην πόλη το 1922 - 24 θ’ αλλάξει ριζικά τη μορφή, τη δυναμική και την προοπτική της. Το 1923, σύμφωνα με έκθεση της Αμερικανικής Επιτροπής Περίθαλψης (Βλ. Β. Χαστάογλου) 110.000 πρόσφυγες “στεγάζονταν σ’ επιταγμένα δωμάτια (…) στο λοιμοκαθαρτήριο του Μικρού Καρα-Μπουρνού, στο αγγλικό στρατόπεδο της Καλαμαριάς, στην παλιά Τουρκική Γεωργική Σχολή, στο γαλλικό νοσοκομείο του Χαριλάου, στον καταυλισμό του Λεμπετ και στο αγγλικό νοσοκομείο του Χαρμάνκιοϊ αλλά και σε 116 σημεία μέσα στην πόλη”.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις δραματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες έφθασαν στη Θεσσαλονίκη οι πρόσφυγες παρουσιάζει η “μαρτυρία” του Χένρι Μοργκεντάου:

“…Πήγα στην προκυμαία και παρακολούθησα την αποβίβαση μιας καραβιάς προσφύγων. Δεν μπορεί κανείς να φανταστεί πιο τραγικό θέαμα. Είδα εφτά χιλιάδες ανθρώπους να έχουν συσσωρευτεί σ’ ένα πλοίο, όπου θα αρκούσαν δύο χιλιάδες για να το κατακλύσουν. Ήταν στριμωγμένοι σαν σαρδέλες στο κατάστρωμα, μια συστρεφόμενη και δονούμενη μάζα ανθρώπινης αθλιότητας. (…) Αποβιβάστηκαν τυλιγμένοι σε κουρέλια, πεινασμένοι, άρρωστοι, γεμάτοι ζωύφια (…)”.
Η τραγική καθημερινή εποποιία των προσφύγων αναβιώνει μέσα από τις στήλες της “Εφημερίδας των Βαλκανίων” του Ν. Καστρινού, η οποία καταγράφει τις περιπέτειες των προσφύγων και προσπαθεί να αφυπνίσει αρμόδιους και μη.

Στις 18.9.1922 η εφημερίδα φωτογραφίζει την προσφυγική αθλιότητα:

“… Ερριμένοι τήδε κακείσαι, άνδρες, γυναίκες, γραίαι, γέροντες, παιδιά, ληστευόμενοι αναισχύντως κατά την αποβίβασιν των εις το τελωνείον (…) εις μάτην αναμένουν μίαν χειρονομίαν, η οποία να ανακουφίσει τα δεινά των. (…)”.

Στο φύλλο της 20.10.1922 διαβάζουμε:

“…Η Θεσσαλονίκη υπερεπληρώθη μέχρις ασφυξίας προσφύγων. (…) Αι υπηρεσίαι στεγάσεως και περιθάλψεως (…) προ του “σισύφειου” έργου των, μετ’ ανησυχίας και απελπισίας, βλέπουν τον ολοένα αυξανόμενον αριθμόν των αστέγαστων. (…) Οι πρόσφυγες, οι οποίοι έμεναν εις το ύπαιθρον, εις την προκυμαίαν, βλέποντες ότι κινδυνεύουν να αποθάνουν από το κρύο και από τη βροχή επιχείρησαν χθες να εγκατασταθούν βιαίως, μετέβησαν εις την συνοικίαν του Αγ. Δημητρίου, όπου εισόρμησαν εις διάφορα τουρκικά και ελληνικά οικήματα και εγκαταστάθηκαν…”.

Αξίζει στο σημείο αυτό να παραθέσουμε την προσωπική μαρτυρία ενός “ρεμπέτη”, του Τάκη Μπίνη:

“Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη στις 22 Νοεμβρίου 1923 στην οδό Αγ. Δημητρίου σε μια παράγκα (…) Η Θεσσαλονίκη τότε είχε γεμίσει πρόσφυγες, κουρελιάρηδες, νηστικούς και άστεγους. (…) Εμάς σε λίγους μήνες το κράτος μας έδωσε κατοικία στην Άνω και Κάτω Τούμπα. Ήταν ο μεγαλύτερος προσφυγικός συνοικισμός της πόλης. Οι κάτοικοι Σμυρνιοί, Αϊβαλιώτες, Βουρλιώτες, Φωκιανοί, Καραμπουρνιώτες και από άλλα μέρη της Μ. Ασίας. Και λίγοι από το Ικόνιο και την Καισάρεια που πολλοί απ’ αυτούς δεν ήξεραν καθόλου τα ελληνικά (…) Όλοι αυτοί οι χιλιοβασανισμένοι είχαν μέσα τους ζωντάνια, ελπίδα και αισιοδοξία. Παρ’ όλη τη φτώχεια, την κακομοιριά, τη δυστυχία, την ανέχεια και την παντελή έλλειψη φαρμάκων και ειδών υγιεινής διατηρούσαν τις παράγκες τους καθαρές και στολισμένες (…) Τα βράδια γινόντουσαν γλέντια όμορφα και αντιλαλούσαν οι γύρω συνοικίες από τα μικρασιάτικα τραγούδια τους.”
Η “στήλη διά τους πρόσφυγας”, όπου δημοσιεύονται ειδήσεις, πληροφορίες και “παν ό,τι αφορά και ενδιαφέρει τους πρόσφυγας” καθιερώνεται στην “Εφημερίδα των Βαλκανίων” από τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου 1922 (π.χ. “Ζητείται ο σύζυγος της Α.Π. εκ Βρυούλων και τα τέκνα τους Κωνσταντίνος, Ηλίας, Ευάγγελος και Μηνάς”). Πίσω από τις λέξεις “αναζητούν”, “αγνοούμενοι”, “ο γνωρίζων”, “ζητείται” κτλ., κρύβεται ανυπολόγιστος ανθρώπινος πόνος αλλά και τόσο μεγάλες προσδοκίες.
Η “Εφημερίς των Βαλκανίων” (28.9.1922) μας πληροφορεί ότι “η συνάδελφος ‘Μακεδονία’ άνοιξε από των στηλών της έρανο υπέρ των μικρών ορφανών προσφυγοπαίδων. Η πρωτοβουλία αυτή επικροτείται γενικώς και από της πρώτης ημέρας ενισχύθη σημαντικώς”.
Οι ψηφίδες αυτές από την πλημμυρισμένη από τους πρόσφυγες Θεσσαλονίκη του 1922-24 είναι αρκετά ενδεικτικές για το ιστορικό βάρος που διαθέτει η πόλη στον καιρό των προσφύγων, δηλ. τότε που συντελέστηκε το αληθινό θαύμα της περίθαλψης και της ενσωμάτωσης των προσφύγων τότε που διαμορφώθηκαν οι γειτονιές της, οι περίφημοι συνοικισμοί της (Αρετσού, Καλαμαριά, Νέα Κρήνη, Τούμπα, Τριανδρία, 40 Εκκλησιές, Άγιος Παύλος, Συκιές, Νέα Βάρνα, Νεάπολη, Σταυρούπολη, Πολίχνη, Νέα Ευκαρπία, Επτάλοφος, Νέα Μενεμένη, Αμπελόκηποι, Νέο Κορδελιό, Ξηροκρήνη κ.α.), και τα θαυμαστά “προάστια” (Φίλυρο, Ρετζίκι, Κουρί, Ωραιόκαστρο, Καλοχώρι, Νέα Αγχίαλος, Πανόραμα, Θέρμη, Νέα Ραιδεστός, Καρδία, Αγ. Τριάδα, Περαία, Νέοι Επιβάτες (Μπαχτσέ Τσιφλίκι), Μηχανιώνα, Αγγελοχώρι κτλ.) τα πολιτιστικά και κοινωνικά δίκτυα της, η εθνική ομοιογένεια, το πνευματικό της προφίλ και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της.
“Φέρνω τώρα στο νου μου” -γράφει ο Γ. Ιωάννου- “μια συγκεκριμένη προπολεμική γειτονιά της πόλης και θυμούμαι τους ανθρώπους που περιείχε. Είχε οικογένειες από τη Σμύρνη, την Πέργαμο, την Πάνορμο, τη Συλήβρια, τη Ραιδεστό, την Κεσσάνη, τις Σαράντα Εκκλησιές, την Αδριανούπολη, τη Φιλιππούπολη, τη Βάρνα, το Μοναστήρι, το Κρούσοβο, τη Γευγελή, την Κορυτσά ακόμα και το Πλοέστι (…).

Εκεί μέσα εκυοφορείτο η σημερινή Θεσσαλονίκη. Η νέα μορφή της, η νοοτροπία της και ο ψυχισμός της”.

*Ο Γιώργος Ολ. Αναστασιάδης γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Είναι καθηγητής στο Τμήμα Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Διδάσκει Πολιτική και Συνταγματική Ιστορία της Ελλάδας. Στο πλούσιο συγγραφικό του έργο, που αναφέρεται και στη σύγχρονη ιστορία της Θεσσαλονίκης, αξιοποιεί τους ιστορικούς «θησαυρούς» που περιέχονται στις παλιές εφημερίδες, στις φωτογραφίες και τη λογοτεχνία.

Ομίχλη χωρίς λιμάνι είναι πράγμα αταίριαστο!!!

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2010

Δημήτρης Μαρωνίτης- Από την ιδεοληψία στην ιστορία

"Είχα την τύχη να παρακολουθήσω μαθήματά του στη Φιλοσοφική Σχολή. Ένας δάσκαλος, μία περσόνα από τον οποίο άξιζε να διδαχτείς. Παραδόσεις που έχω στο νου μου ακόμα και σήμερα και καθόλου έπεα πτερόεντα"

Της Αννας Γριμανη (Εφημερίδα Καθημερινή 3-1-2010)

H ελληνικότητα είναι αίσθημα ή συνείδηση;

Η λέξη «ελληνικότητα» είναι, κατά τη γνώμη μου, γλωσσικά δύσκαμπτη, σημασιολογικά ασαφής και ιδεολογικά επιβαρυμένη. Αντ' αυτής προτιμώ τον όρο «ρωμιοσύνη», τόσο για το ιστορικό του απόθεμα όσο και για το συνειδησιακό του βάθος. Τον καθιέρωσαν εξάλλου στα νεοελληνικά μας γράμματα δύο μείζονες ποιητές: ο Γιώργος Σεφέρης και ο Γιάννης Ρίτσος. Ο Σεφέρης μιλώντας για το ψηφιδωτό και τον καημό της ρωμιοσύνης· ο Ρίτσος ομολογώντας: τη ρωμιοσύνη μην την κλαις.

Tι πιο μικρό ελληνικό αγάπησα;

Το μονόχωρο, νοικιασμένο σπίτι στη Δήλου 4 (συνοικισμός Ευαγγελιστρίας, Θεσσαλονίκη), όπου πέρασα δύσκολα παιδικά χρόνια (γερμανική κατοχή, κατοχική πείνα), διαβάζοντας τα πρώτα βιβλία, καθισμένος σ' ένα παλιό μπαούλο, ακουμπώντας στον υγρό τοίχο του ενός δωματίου.

Η υπέροχη εκδοχή του Ελληνα.

Δεν συμμερίζομαι την ιδεολογία περί ελληνικής υπεροχής, ούτε διαχρονικά (με αναφορές στην ελληνική αρχαιότητα) ούτε συγχρονικά (έναντι των βαλκανικών γειτόνων και των Ευρωπαίων εταίρων). Ενδιαφέρει, κατά τη γνώμη μου, περισσότερο το πραγματικό «έχειν» μας (που φαίνεται να διατηρεί ακόμη έναν ανθεκτικό πυρήνα) από το φανταστικό «υπερέχειν» μας (που καιρός είναι να το προσγειώσουμε, αφαιρώντας του την παραπλανητική πρόθεση «υπέρ»).

Aυτό που με χαλάει.

Αλλοτε και αλλού η υπεροψία και η μέθη των ισχυρών, άλλοτε και αλλού η παθητική μιζέρια των αδυνάτων. Στη μια περίπτωση έχουμε προκλητικό περίσσευμα, στην άλλη θλιβερό έλλειμμα. Το ζητούμενο είναι αν προβλέπεται και επιχειρείται κάποια εξισορρόπηση περισσεύματος και ελλείμματος με γνώμονα την αρχή της έμπρακτης κοινωνικής δικαιοσύνης. Οπου λανθάνουν κάποια γενναία παραδείγματα, τα οποία όμως τείνουν να ξεχαστούν.

Προσόν ή μειονέκτημα να είσαι Ελληνας σήμερα;

Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Γιατί το ένα εκτρέφει συχνά το ρατσισμό, το άλλο τον εύκολο συμβιβασμό. Στην πραγματικότητα, εξάλλου, πρόκειται για πλαστό μεν, εκμεταλλεύσιμο δε, δίλημμα. Ετσι, το προσόν σερβίρεται συνήθως ως παρηγοριά για τις ελλείψεις μας· το μειονέκτημα ως εύκολος έλεγχος της κακοδαιμονίας μας.

Παράγει πολιτισμό ο Ελληνας της νέας εποχής ή παραμένει προσκολλημένος σε μια ρητορική ελληνικότητα;

Αυτοφυής, αυτόνομος και αυτόφωτος πολιτισμός δεν υπάρχει - ευτυχώς. Ενδέχεται όμως (και αυτό συμβαίνει συχνά στον τόπο μας) ο πολιτισμός μιας χώρας, επειδή είναι προβληματικός στο παρόν, να επικαλείται το ίνδαλμα ενός υψηλού πολιτισμικού παρελθόντος Ετσι όμως υπονομεύεται και νοθεύεται η νεοελληνική μας αυτογνωσία, που τη μια φουσκώνει από έπαρση, την άλλη ξεφουσκώνει από μιζέρια και οκνηρία.

Με ποια ταυτότητα οι Ελληνες περιέρχονται τον σύγχρονο κόσμο;

Προφανώς με αυτήν που πράγματι έχει και όχι με αυτήν που φαντάζεται πως έχει. Εξάλλου, η ταυτότητα είναι συντελεστής ανθρωπολογικός και ιστορικός, όχι θεολογικός και μεταφυσικός. Στην πραγματικότητα, η όποια εθνική ταυτότητα είναι μείγμα του δικού και του ξένου. Το οποίο στις ευτυχέστερες περιπτώσεις καταλήγει σε χημική ένωση. Δεν θα 'λεγα ότι η νεοελληνική μας ταυτότητα διαθέτει αυτό το προσόν: το δικό και το ξένο σε εμάς συνήθως διακρίνονται έντονα, όταν δεν συγκρούονται με εμπάθεια· σπανίως συμφιλιώνονται και σμίγουν.

Το ελληνικό μου «γιατί» και ένα «πρέπει» που πέταξα.

Η αναγνώριση του «γιατί» είναι δύσκολη υπόθεση σε κάθε περίπτωση: προϋποθέτει όρεξη έρευνας και διάθεση αιτιακής (που σημαίνει επιστημονικής) γνώσης. Το «πρέπει», όταν μάλιστα αποσυνδέεται από το «γιατί» και το «προς τι», ανήκει περισσότερο στη σφαίρα της ηθικής και της ηθικολογίας και τελικώς ευνοεί την αυταρχική και διατακτική συμπεριφορά, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό μας βίο.

Ο Ελληνας ποιητής μου.

Προτιμώ τα ποιήματα από τους ποιητές.

Δεδομένου μάλιστα ότι καλά ποιήματα δεν γράφουν μόνο οι καλοί ή οι διάσημοι ποιητές. Τούτο σημαίνει ότι με ενδιαφέρει περισσότερο η Ιλιάδα, που μεταφράζω τον τελευταίο καιρό, από τον Ομηρο, για να μείνω σε ένα μόνο θεμελιακό παράδειγμα. Το οποίο, πλην των άλλων, είναι έπος με ανοιχτό ορίζοντα και μετέωρο τέλος· προκαλώντας από μόνο του τη μετάφρασή του, προκειμένου να επιβιώσει, γεφυρώνοντας το παρελθόν με τον παρόν.

Η Οδός των Ελλήνων στον παγκόσμιο χάρτη - ορίστε την.

Προτιμώ να κινούμαι «Στην οδόν των Φιλελλήνων», που τη χάραξε εύστοχα και οριστικά στο ομότιτλο ποίημά του ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Πρόκειται για αποκαλυπτικό δρόμο, που προχωρεί ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, στον ύμνο της ζωής και στην κατάφαση του θανάτου. Προπαντός δεν υποχωρεί, από δειλία και φόβο, περπατώντας με αξιοπρέπεια πάνω στον παγκόσμιο χάρτη.

* Ο Δημήτρης Μαρωνίτης είναι ομότιμος καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο ΑΠΘ. Εργα του: μελέτες για την αρχαία και νεοελληνική λογοτεχνία και μεταφράσεις κλασικών έργων (Ομηρος, Ησίοδος, Ηρόδοτος κ.ά.).

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2010

Θέατρο!!!

Είδα χθες την παράσταση "No Shakespeare Please". Ωραία προσπάθεια πρωτότυπη ιδέα, συνδυασμός μουσικής και πρόζας, καλοδεμένη παράσταση και πολύ καλοί ηθοποιοί.Βέβαια, η Μάλφα είναι φοβερά ταλαντούχα και ξεχωρίζει χωρίς να θέλω να αδικήσω κανέναν από τους συμπρωταγωνιστές της.
Είδα ακόμη την παράσταση "Η παλίρροια του Σεπτέμβρη", επίσης πολύ καλή δουλειά με εξαιρετική σκηνοθεσία.
Μια άλλη παράσταση με πολύ καλό δέσιμο είναι "Ο άνθρωπος, το Κτήνος και η Αρετή". Ο Αρμένης δίνει ρέστα και ο άνθρωπος πραγματικά είναι απίστευτος ηθοποιός αλλά και πολύ καλός σκηνοθέτης.

The winner takes it all....


Καλή αρχή στη νέα χρονιά! Ξεκινώ με ένα πολύ αγαπημένο κομμάτι και με μια αγαπημένη μου ηθοποιό. Δεν ξέρω αν είναι παράλογο αλλά αυτό το τραγούδι εμένα μου φτιάχνει το κέφι. Είναι ωραίο να είναι κανείς νικητής χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι δυνατόν να είναι νικητής σε κάθε εμπειρία της ζωής του. Το καλύτερο και το πιο διασκεδαστικό κομμάτι είναι να είναι καλός παίκτης και μάλλον αυτό το κομμάτι αξίζει να το δουλέψει κανείς.
Εύχομαι λοιπόν να απολαμβάνουμε όλοι μας το παιχνίδι της ζωής με όρους που προφανώς μας ταιριάζουν και μας ευχαριστούν και κυρίως μας κάνουν χαρούμενους και ευτυχισμένους!!!