“Στο σχολείο δεν έμαθα τίποτε για τους πρόσφυγες”, γράφει η αείμνηστη Άλκη Κυριακίδου - Νέστορος, “ούτε στο πανεπιστήμιο. Κι όταν άρχισα να διδάσκω Ιστορία στο Γυμνάσιο, στο εγχειρίδιο της εποχής η μικρασιατική καταστροφή αναφερόταν ως ένα ατυχές πολεμικό γεγονός με δράστες τους στρατιωτικούς (…).
Ούτε λέξη για τον διωγμό και την προσφυγική εμπειρία. Πώς να ξέρω ότι οι πρόσφυγες ήταν δίπλα μου: Ότι η Θεσσαλονίκη εκτός από ελληνιστική και βυζαντινή πόλη (…) ήταν επίσης και η μητέρα - πρωτεύουσα των προσφύγων; (…)”.
Γιατί προσέτρεξαν όμως και κατέφυγαν τόσοι πρόσφυγες στη Θεσσαλονίκη;
Ο Γ. Ιωάννου έχει καταθέσει τη δική του απάντηση: “Όχι μονάχα γιατί υπήρχαν οι ανάλογες συνθήκες, αλλά και γιατί τους τράβηξε η συγκεκριμένη πολιτεία που την ένιωθαν, τη γνώριζαν κι ας μην την είχαν επισκεφθεί. (…) Ήταν η δική τους “συμβασιλεύουσα” (…) Και είναι βέβαια και η ατμόσφαιρα. Γιατί η Θεσσαλονίκη έχει μια μεγάλη σύνδεση κλιματολογική με τους τόπους απ’ όπου ήρθαν οι πρόσφυγες… Και σκηνογραφική: Οι πρόσφυγες βρήκαν στην πόλη πάρα πολλή από την ατμόσφαιρα της πατρίδος τους, θαρρείς και τη μετέφεραν…”.
Οι πρώτοι πρόσφυγες από τη Σμύρνη άρχισαν να καταφθάνουν το Σεπτέμβριο του 1922. Βέβαια η πόλη είχε ήδη δεχθεί αλλεπάλληλα και σημαντικά προσφυγικά ρεύματα: Υπολογίζεται π.χ. ότι το 1916 υπήρχαν στη Θεσσαλονίκη 30.000 και πλέον πρόσφυγες ομογενείς από τη Βουλγαρία, τη Σερβία, τη Μικρά Ασία, τη Ρωσία, τον Καύκασο.
Η έλευση όμως και η εγκατάσταση των προσφύγων στην πόλη το 1922 - 24 θ’ αλλάξει ριζικά τη μορφή, τη δυναμική και την προοπτική της. Το 1923, σύμφωνα με έκθεση της Αμερικανικής Επιτροπής Περίθαλψης (Βλ. Β. Χαστάογλου) 110.000 πρόσφυγες “στεγάζονταν σ’ επιταγμένα δωμάτια (…) στο λοιμοκαθαρτήριο του Μικρού Καρα-Μπουρνού, στο αγγλικό στρατόπεδο της Καλαμαριάς, στην παλιά Τουρκική Γεωργική Σχολή, στο γαλλικό νοσοκομείο του Χαριλάου, στον καταυλισμό του Λεμπετ και στο αγγλικό νοσοκομείο του Χαρμάνκιοϊ αλλά και σε 116 σημεία μέσα στην πόλη”.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις δραματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες έφθασαν στη Θεσσαλονίκη οι πρόσφυγες παρουσιάζει η “μαρτυρία” του Χένρι Μοργκεντάου:
“…Πήγα στην προκυμαία και παρακολούθησα την αποβίβαση μιας καραβιάς προσφύγων. Δεν μπορεί κανείς να φανταστεί πιο τραγικό θέαμα. Είδα εφτά χιλιάδες ανθρώπους να έχουν συσσωρευτεί σ’ ένα πλοίο, όπου θα αρκούσαν δύο χιλιάδες για να το κατακλύσουν. Ήταν στριμωγμένοι σαν σαρδέλες στο κατάστρωμα, μια συστρεφόμενη και δονούμενη μάζα ανθρώπινης αθλιότητας. (…) Αποβιβάστηκαν τυλιγμένοι σε κουρέλια, πεινασμένοι, άρρωστοι, γεμάτοι ζωύφια (…)”.
Η τραγική καθημερινή εποποιία των προσφύγων αναβιώνει μέσα από τις στήλες της “Εφημερίδας των Βαλκανίων” του Ν. Καστρινού, η οποία καταγράφει τις περιπέτειες των προσφύγων και προσπαθεί να αφυπνίσει αρμόδιους και μη.
Στις 18.9.1922 η εφημερίδα φωτογραφίζει την προσφυγική αθλιότητα:
“… Ερριμένοι τήδε κακείσαι, άνδρες, γυναίκες, γραίαι, γέροντες, παιδιά, ληστευόμενοι αναισχύντως κατά την αποβίβασιν των εις το τελωνείον (…) εις μάτην αναμένουν μίαν χειρονομίαν, η οποία να ανακουφίσει τα δεινά των. (…)”.
Στο φύλλο της 20.10.1922 διαβάζουμε:
“…Η Θεσσαλονίκη υπερεπληρώθη μέχρις ασφυξίας προσφύγων. (…) Αι υπηρεσίαι στεγάσεως και περιθάλψεως (…) προ του “σισύφειου” έργου των, μετ’ ανησυχίας και απελπισίας, βλέπουν τον ολοένα αυξανόμενον αριθμόν των αστέγαστων. (…) Οι πρόσφυγες, οι οποίοι έμεναν εις το ύπαιθρον, εις την προκυμαίαν, βλέποντες ότι κινδυνεύουν να αποθάνουν από το κρύο και από τη βροχή επιχείρησαν χθες να εγκατασταθούν βιαίως, μετέβησαν εις την συνοικίαν του Αγ. Δημητρίου, όπου εισόρμησαν εις διάφορα τουρκικά και ελληνικά οικήματα και εγκαταστάθηκαν…”.
Αξίζει στο σημείο αυτό να παραθέσουμε την προσωπική μαρτυρία ενός “ρεμπέτη”, του Τάκη Μπίνη:
“Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη στις 22 Νοεμβρίου 1923 στην οδό Αγ. Δημητρίου σε μια παράγκα (…) Η Θεσσαλονίκη τότε είχε γεμίσει πρόσφυγες, κουρελιάρηδες, νηστικούς και άστεγους. (…) Εμάς σε λίγους μήνες το κράτος μας έδωσε κατοικία στην Άνω και Κάτω Τούμπα. Ήταν ο μεγαλύτερος προσφυγικός συνοικισμός της πόλης. Οι κάτοικοι Σμυρνιοί, Αϊβαλιώτες, Βουρλιώτες, Φωκιανοί, Καραμπουρνιώτες και από άλλα μέρη της Μ. Ασίας. Και λίγοι από το Ικόνιο και την Καισάρεια που πολλοί απ’ αυτούς δεν ήξεραν καθόλου τα ελληνικά (…) Όλοι αυτοί οι χιλιοβασανισμένοι είχαν μέσα τους ζωντάνια, ελπίδα και αισιοδοξία. Παρ’ όλη τη φτώχεια, την κακομοιριά, τη δυστυχία, την ανέχεια και την παντελή έλλειψη φαρμάκων και ειδών υγιεινής διατηρούσαν τις παράγκες τους καθαρές και στολισμένες (…) Τα βράδια γινόντουσαν γλέντια όμορφα και αντιλαλούσαν οι γύρω συνοικίες από τα μικρασιάτικα τραγούδια τους.”
Η “στήλη διά τους πρόσφυγας”, όπου δημοσιεύονται ειδήσεις, πληροφορίες και “παν ό,τι αφορά και ενδιαφέρει τους πρόσφυγας” καθιερώνεται στην “Εφημερίδα των Βαλκανίων” από τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου 1922 (π.χ. “Ζητείται ο σύζυγος της Α.Π. εκ Βρυούλων και τα τέκνα τους Κωνσταντίνος, Ηλίας, Ευάγγελος και Μηνάς”). Πίσω από τις λέξεις “αναζητούν”, “αγνοούμενοι”, “ο γνωρίζων”, “ζητείται” κτλ., κρύβεται ανυπολόγιστος ανθρώπινος πόνος αλλά και τόσο μεγάλες προσδοκίες.
Η “Εφημερίς των Βαλκανίων” (28.9.1922) μας πληροφορεί ότι “η συνάδελφος ‘Μακεδονία’ άνοιξε από των στηλών της έρανο υπέρ των μικρών ορφανών προσφυγοπαίδων. Η πρωτοβουλία αυτή επικροτείται γενικώς και από της πρώτης ημέρας ενισχύθη σημαντικώς”.
Οι ψηφίδες αυτές από την πλημμυρισμένη από τους πρόσφυγες Θεσσαλονίκη του 1922-24 είναι αρκετά ενδεικτικές για το ιστορικό βάρος που διαθέτει η πόλη στον καιρό των προσφύγων, δηλ. τότε που συντελέστηκε το αληθινό θαύμα της περίθαλψης και της ενσωμάτωσης των προσφύγων τότε που διαμορφώθηκαν οι γειτονιές της, οι περίφημοι συνοικισμοί της (Αρετσού, Καλαμαριά, Νέα Κρήνη, Τούμπα, Τριανδρία, 40 Εκκλησιές, Άγιος Παύλος, Συκιές, Νέα Βάρνα, Νεάπολη, Σταυρούπολη, Πολίχνη, Νέα Ευκαρπία, Επτάλοφος, Νέα Μενεμένη, Αμπελόκηποι, Νέο Κορδελιό, Ξηροκρήνη κ.α.), και τα θαυμαστά “προάστια” (Φίλυρο, Ρετζίκι, Κουρί, Ωραιόκαστρο, Καλοχώρι, Νέα Αγχίαλος, Πανόραμα, Θέρμη, Νέα Ραιδεστός, Καρδία, Αγ. Τριάδα, Περαία, Νέοι Επιβάτες (Μπαχτσέ Τσιφλίκι), Μηχανιώνα, Αγγελοχώρι κτλ.) τα πολιτιστικά και κοινωνικά δίκτυα της, η εθνική ομοιογένεια, το πνευματικό της προφίλ και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της.
“Φέρνω τώρα στο νου μου” -γράφει ο Γ. Ιωάννου- “μια συγκεκριμένη προπολεμική γειτονιά της πόλης και θυμούμαι τους ανθρώπους που περιείχε. Είχε οικογένειες από τη Σμύρνη, την Πέργαμο, την Πάνορμο, τη Συλήβρια, τη Ραιδεστό, την Κεσσάνη, τις Σαράντα Εκκλησιές, την Αδριανούπολη, τη Φιλιππούπολη, τη Βάρνα, το Μοναστήρι, το Κρούσοβο, τη Γευγελή, την Κορυτσά ακόμα και το Πλοέστι (…).
Εκεί μέσα εκυοφορείτο η σημερινή Θεσσαλονίκη. Η νέα μορφή της, η νοοτροπία της και ο ψυχισμός της”.
*Ο Γιώργος Ολ. Αναστασιάδης γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Είναι καθηγητής στο Τμήμα Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Διδάσκει Πολιτική και Συνταγματική Ιστορία της Ελλάδας. Στο πλούσιο συγγραφικό του έργο, που αναφέρεται και στη σύγχρονη ιστορία της Θεσσαλονίκης, αξιοποιεί τους ιστορικούς «θησαυρούς» που περιέχονται στις παλιές εφημερίδες, στις φωτογραφίες και τη λογοτεχνία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου