Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Ξενοφώντας Ελληνικά.-Μετάφραση


Βιβλίο Ι
§16. Οι Αθηναίοι έχοντας ορμητήριο τη Σάμο λεηλατούσαν τη χώρα του βασιλιά(της Περσίας), και έπλεαν εναντίον της Χίου και της Εφέσου και προετοιμάζονταν για ναυμαχία και εξέλεξαν στρατηγούς εκτός από αυτούς που υπήρχαν, το Μένανδρο, τον Τυδέα και τον Κηφισόδοτο.
§17. Ο Λύσανδρος απέπλευσε από τη Ρόδο, παραπλέοντας την Ιωνία, για τον Ελλήσποντο με σκοπό να εμποδίσει τον απόπλου των (Αθηναϊκών) πλοίων και εναντίον των πόλεων που είχαν αποστατήσει από αυτούς (Λακ). Στο μεταξύ οι Αθηναίοι βγήκαν από το  λιμάνι της Χίου στα ανοιχτά. Γιατί τα παράλια της Ασίας ήταν εχθρικά σ’ αυτούς.
§18. Ο Λύσανδρος από την Άβυδο έπλεε παραλιακά προς τη Λάμψακο που ήταν σύμμαχος των Αθηναίων. Οι Αβυδηνοί και οι υπόλοιποι σύμμαχοι έφταναν πεζοπορώντας. Αρχηγός αυτών ήταν ο Θώραξ ο Λακεδαιμόνιος.
§19. Έκαναν, λοιπόν, επίθεση στην πόλη και την κυρίεψαν με έφοδο και τη λεηλάτησαν οι στρατιώτες καθώς ήταν πλούσια και γεμάτη κρασί σιτάρι και άλλα απαραίτητα εφόδια. Όλους όμως τους πολίτες, ο Λύσανδρος τους άφησε ελεύθερους.
§20. Οι Αθηναίοι πλέοντας από κοντά αγκυροβόλησαν στον Ελαιούντα της Χερσονήσου με εκατόν ογδόντα πλοία. Την ώρα που γευμάτιζαν εκεί, ανακοινώθηκαν τα νέα για τη Λάμψακο και αμέσως ανοίχτηκαν για τη Σηστό.
§21. Από εκεί, αφού εφοδιάστηκαν με τρόφιμα, αμέσως έπλευσαν στους Αιγός ποταμούς, απέναντι από τη Λάμψακο. Εκεί ο Ελλήσποντος έχει πλάτος περίπου δεκαπέντε στάδια. Και στο σημείο αυτό έπαιρναν το δείπνο τους.
§22. Ο Λύσανδρος την επόμενη νύκτα, όταν ξημέρωνε, έδωσε σήμα στα πληρώματα, αφού προγευματίσουν, να επιβιβαστούν στα πλοία, στο μεταξύ αφού έκανε όλες τις προετοιμασίες σαν (να ετοιμαζόταν) για ναυμαχία και ενώ τοποθετούσε στα πλάγια των πλοίων παραπετάσματα, προειδοποίησε να μην απομακρυνθεί κανείς από την παράταξη ούτε να βγει στα ανοιχτά.
§23.Οι Αθηναίοι αμέσως με την ανατολή του ήλιου παρατάχτηκαν κατά μέτωπο μπροστά στο λιμάνι για ναυμαχία. Επειδή όμως ο Λύσανδρος δεν έβγαλε τα πλοία από το λιμάνι για να τους  αντιμετωπίσει, εξάλλου ήταν αργά, γύρισαν πίσω στους Αιγός ποταμούς.
§24. Ο Λύσανδρος, στη συνέχεια διέταξε τα πιο γρήγορα πλοία του να παρακολουθούν τους Αθηναίους και, αφού παρατηρήσουν τι κάνουν, όταν επιβιβαστούν στην ξηρά, να αποπλεύσουν και να του το ανακοινώσουν. Και δεν αποβίβασε από τα πλοία τους στρατιώτες του, παρά μόνο αφού ήρθαν αυτά. Αυτά έκανε για τέσσερις μέρες, ενώ οι Αθηναίοι έβγαιναν στα ανοιχτά για τον αντιμετωπίσουν.
§25. Ο Αλκιβιάδης όταν παρατήρησε από τα τείχη του πύργου του ότι οι Αθηναίοι είχαν αγκυροβολήσει σε ανοιχτή παραλία και μακριά από οποιαδήποτε πόλη, και ότι αναζητούσαν τα εφόδιά τους από τη Σηστό που απείχε δεκαπέντε στάδια από τα πλοία, ενώ ότι οι εχθροί είχαν (αγκυροβολήσει) σε λιμάνι και είχαν τα πάντα κοντά σε πόλη, είπε ότι δεν είχαν αγκυροβολήσει σε καλό μέρος αλλά τους συμβούλευε να αλλάξουν αγκυροβόλι στη Σηστό, κοντά σε λιμάνι και στην πόλη. Αν είστε εκεί, είπε, μπορείτε να ναυμαχήσετε όταν το θελήσετε.
§26. Οι στρατηγοί, όμως, κυρίως ο Τυδέας και ο Μένανδρος, τον πρόσταξαν να φύγει. Γιατί (είπαν) ότι εκείνοι είναι τώρα στρατηγοί και όχι εκείνος. Και αυτός (ο Αλκιβιάδης) σηκώθηκε και έφυγε.
§27. Ο Λύσανδρος την πέμπτη μέρα, αφότου οι Αθηναίοι έπλεαν εναντίον του, είπε σ’ αυτούς που κατασκόπευαν τους Αθηναίους κατά διαταγή του, όταν δουν αυτούς να έχουν αποβιβαστεί και να είναι διασκορπισμένοι στη Χερσόνησο (πράγμα το οποίο οι Αθηναίοι συνήθιζαν να κάνουν κάθε μέρα όλο και περισσότερο, γιατί και τα τρόφιμα συνήθιζαν να τα αγοράζουν από μακριά και περιφρονούσαν βέβαια το Λύσανδρο, διότι δεν έβγαινε από το λιμάνι να τους αντιμετωπίσει) επιστρέφοντας με τα πλοία προς αυτόν να σηκώσουν ψηλά μια ασπίδα στο μέσο της απόστασης. Κι αυτοί πραγματοποίησαν αυτά, όπως τους πρόσταξε.
§28. Ο Λύσανδρος αμέσως έδωσε σήμα να ξεκινήσει ο στόλος γρήγορα. Συμπορευόταν και ο Θώραξ με το πεζικό. Ο Κόνων μόλις είδε την επιθετική ενέργεια των εχθρών έδωσε σήμα στους στρατιώτες να τρέξουν αμέσως στα πλοία. Επειδή είχαν διασκορπιστεί οι άνθρωποι, άλλα πλοία βρέθηκαν μόνο με δύο σειρές κωπηλάτες, άλλα με μια, άλλα τελείως άδεια. Το πλοίο του Κόνωνα και άλλα εφτά που βρέθηκαν επανδρωμένα κοντά του, βγήκαν στ’ ανοιχτά, μαζί και η Πάραλος, ενώ όλα τα άλλα τα κατέλαβε ο Λύσανδρος στην ακτή. Τους περισσότερους άνδρες τους έπιασε στη στεριά. Μερικοί κατέφυγαν στα μικρά οχυρά.
§29. Ο Κόνων ενώ έφευγε με τα εννιά του πλοία, όταν κατάλαβε ότι οι Αθηναίοι είχαν καταστραφεί, αφού προσορμίστηκε στην Αβαρνίδα, το ακρωτήρι της Λαμψάκου, πήρε από εκεί τα μεγάλα πανιά των πλοίων του Λυσάνδρου, και ο ίδιος με τα οχτώ πλοία έπλευσε για τον Ευαγόρα της Κύπρου, ενώ η Πάραλος στην Αθήνα για να αναγγείλει τα γεγονότα.
§30. Ο Λύσανδρος μετέφερε στη Λάμψακο και τα πλοία και τους αιχμαλώτους και κάθε είδους λάφυρα και συνέλαβε μερικούς στρατηγούς και ανάμεσα τους το Φιλοκλή και τον Αδείμαντο. Την ίδια μέρα που κατόρθωσε αυτά , έστειλε το Θεόπομπο, το Μιλήσιο πειρατή, για να αναγγείλει τα γεγονότα, ο οποίος έφτασε εκεί μετά από τρεις ημέρες και τα ανακοίνωσε.
§31. Μετά από αυτά ο Λύσανδρος, αφού συγκέντρωσε τους συμμάχους, τους είπε να ανταλλάξουν απόψεις και να  αποφασίσουν για τους αιχμαλώτους. Τότε, λοιπόν, διατυπώνονταν πολλές κατηγορίες για τους Αθηναίους, ποια εγκλήματα δηλαδή είχαν διαπράξει και τι είχαν αποφασίσει να κάνουν, αν νικήσουν στη ναυμαχία, να αποκόψουν δηλαδή το δεξί χέρι όλων όσοι θα πιάνονταν ζωντανοί, και ότι, όταν έπιασαν δύο τριήρεις, τη μια από την Κόρινθο και την άλλη από την Άνδρο, πέταξαν όλους τους άνδρες από αυτές στη θάλασσα. Ο Φιλοκλής ήταν ο στρατηγός των Αθηναίων που τους εξόντωσε.
 §32. Διατυπώνονταν και άλλες πολλές  κατηγορίες και φάνηκε καλό να σκοτώσουν όσους αιχμάλωτους ήταν Αθηναίοι, εκτός από τον Αδείμαντο, γιατί μόνο αυτός στην εκκλησία του δήμου ήταν αντίθετος στην απόφαση για την αποκοπή των χεριών. Κατηγορήθηκε όμως από μερικούς ότι πρόδωσε το στόλο.
Ο Λύσανδρος, αφού ρώτησε πρώτα τον Φιλοκλή, ο οποίος έριξε στη θάλασσα τους Ανδρίους και τους Κορίνθιους, ποια τιμωρία του άξιζε να υποστεί, επειδή πρώτος άρχιζε να παραβαίνει τους νόμους  κατά των Ελλήνων, τον έσφαξε.
 Β.ΙΙ
§1. Αφού ο Λύσανδρος ρύθμισε την κατάσταση στη Λάμψακο, έπλευσε εναντίον του Βυζαντίου και της Καλχηδόνας. Οι κάτοικοι των πόλεων τον δέχτηκαν, αφού άφησαν να φύγουν με επίσημη συμφωνία οι φρουροί των Αθηναίων. Όσοι πάλι παρέδωσαν με προδοσία το Βυζάντιο στον Αλκιβιάδη, κατέφυγαν τότε πρώτα στον Πόντο, ύστερα στην Αθήνα και έγιναν Αθηναίοι πολίτες.
§2. Ο Λύσανδρος και τους φρουρούς των Αθηναίων και όποιον άλλο Αθηναίο έβλεπε κάπου, τους έστελνε στην Αθήνα, δίνοντας ασφάλεια σ’ αυτούς που μόνο για εκεί έπλεαν και όχι για άλλο μέρος, γιατί γνώριζε ότι, όσο περισσότεροι θα συγκεντρωθούν στην πόλη της Αθήνας και στον Πειραιά, τόσο γρηγορότερα θα προκύψει έλλειψη των εφοδίων. Και αφού άφησε ως αρμοστή στο Βυζάντιο και την Καλχηδόνα το Σθενέλαο το Λάκωνα, ο ίδιος επέστρεψε στη Λάμψακο και άρχισε να προετοιμάζει τα πλοία.
§3.Όταν στην Αθήνα έφτασε η Πάραλος τη νύχτα, διαδιδόταν η συμφορά και ο θρήνος έφτανε από τον Πειραιά μέσα από τα μακρά τείχη στην πόλη, καθώς ο ένας το ανακοίνωνε στον άλλο. Έτσι εκείνη τη νύχτα, κανένας δεν κοιμήθηκε, γιατί θρηνούσαν όχι μόνο όσους είχαν χαθεί, αλλά πολύ περισσότερο ακόμα οι ίδιοι τους εαυτούς τους, γιατί νόμιζαν ότι θα πάθουν τέτοια που εκείνοι έκαναν στους κατοίκους της Μήλου, που ήταν άποικοι των Λακεδαιμονίων, αφού τους νίκησαν με πολιορκία, και   στους κατοίκους της Ιστιαίας και της Σκιώνης και της Τορώνης και της Αίγινας και σε πολλούς άλλους Έλληνες.
§4.Την επόμενη μέρα, ωστόσο, έκαναν συνέλευση του λαού στην οποία αποφάσισαν να φράξουν με επιχωμάτωση την είσοδο στα λιμάνια, εκτός από ένα, να επισκευάσουν τα τείχη, να εγκαταστήσουν φρουρούς και να ετοιμάσουν την πόλη τους για όλα τα άλλα σαν για πολιορκία.
 Βιβλίο 2/ Κεφάλαιο 2
 §16. Ενώ έτσι είχαν τα πράγματα, ο Θηραμένης είπε στην εκκλησία του δήμου ότι, αν θέλουν να στείλουν αυτόν τον ίδιο στο Λύσανδρο, θα επιστρέψει γνωρίζοντας τι από τα δύο, αν οι Λακεδαιμόνιοι επιμένουν για την κατεδάφιση των τειχών, επειδή θέλουν να υποδουλώσουν την πόλη, ή για να έχουν εγγύηση. Όταν λοιπόν τον έστειλαν, έμενε κοντά στο Λύσανδρο τρεις μήνες και περισσότερο περιμένοντας την ώρα, όταν οι Αθηναίοι επρόκειτο, εξαιτίας της έλλειψης τροφίμων να συμφωνήσουν σε ό,τι κάποιος θα τους πρότεινε.
§17. ‘Όταν γύρισε τον τέταρτο μήνα, ανακοίνωσε στην εκκλησία του Δήμου ότι τάχα ο Λύσανδρος τον κρατούσε αιχμάλωτο ως τότε και έπειτα τον πρόσταζε να μεταβεί στη Σπάρτη. Γιατί του έλεγε ότι δεν ήταν αρμόδιος αυτός αλλά οι έφοροι. Μετά από αυτά ο Θηραμένης εκλέχτηκε μαζί με άλλους εννιά, πρεσβευτής με απόλυτη δικαιοδοσία για τη Σπάρτη.
§18. Ο Λύσανδρος έστειλε στους εφόρους μαζί με άλλους Λακεδαιμόνιους τον Αριστοτέλη, που ήταν εξόριστος Αθηναίος, για να τους αναγγείλει ότι απάντησε στο Θηραμένη πως εκείνοι ήταν αρμόδιοι για ειρήνη και πόλεμο.
§19. Ο Θηραμένης και οι άλλοι πρέσβεις, όταν βρίσκονταν στη Σελλασία, καθώς τους ρωτούσαν με ποιες προτάσεις είχαν έρθει, απάντησαν ότι είχαν έρθει με απόλυτη εξουσιοδότηση για την ειρήνη, μετά από αυτά οι έφοροι πρόσταξαν να τους φωνάξουν. Όταν οι πρέσβεις από την Αθήνα έφτασαν στη Σπάρτη, πραγματοποίησαν συνέλευση, στην οποία οι Κορίνθιοι και κυρίως οι Θηβαίοι και πολλοί άλλοι Έλληνες αντιπρότειναν να μη συνθηκολογήσουν με τους Αθηναίους αλλά να τους αφανίσουν.
§20. Οι Λακεδαιμόνιοι όμως είπαν ότι δε θα υποδουλώσουν μια πόλη ελληνική που είχε προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στους πολύ μεγάλους κινδύνους που απείλησαν την Ελλάδα, αλλά δέχτηκαν να κάνουν ειρήνη με τον όρο αφού γκρεμίσουν τα μακρά τείχη και του Πειραιά, παραδώσουν τα πλοία τους εκτός από δώδεκα και επαναφέρουν τους εξόριστους, να ακολουθούν τους Λακεδαιμόνιους και στη στεριά και στη θάλασσα, όπου τους οδηγούν αυτοί, έχοντας τον ίδιο μ’ αυτούς εχθρό και φίλο.
§21. Ο Θηραμένης και οι συμπρέσβεις του μετέφεραν αυτούς τους όρους στην Αθήνα. Όταν έμπαιναν στην πόλη, τους περικύκλωνε πολύς κόσμος, γιατί φοβούνταν μήπως γύρισαν άπρακτοι. Γιατί δε χωρούσε άλλη αναβολή, επειδή πολλοί πέθαιναν από την πείνα.
§22. Την επόμενη μέρα οι πρέσβεις ανακοίνωναν με ποιους όρους οι Λακεδαιμόνιοι δέχονταν να συνάψουν ειρήνη. Ο Θηραμένης μιλούσε εξ ονόματος των πρέσβεων λέγοντας ότι πρέπει να υπακούσουν στους Λακεδαιμόνιους και να γκρεμίσουν τα τείχη. Επειδή λίγοι του έφεραν αντίρρηση, πολλοί περισσότεροι συμφώνησαν, αποφάσισαν να δεχτούν την ειρήνη.
§23. Μετά από αυτά ο Λύσανδρος κατέπλευσε στον Πειραιά και οι εξόριστοι επέστρεφαν στην πατρίδα τους και τα τείχη άρχισαν να γκρεμίζουν πολύ πρόθυμα, ενώ αυλητρίδες έπαιζαν τον αυλό, επειδή νόμιζαν ότι εκείνη η μέρα έκανε την αρχή για την ελευθερία στην Ελλάδα (ήταν η πρώτη μέρα της ελευθερίας)
 Βιβλίο 2. Κεφάλαιο 3
 §50. Μόλις είπε αυτά και ολοκλήρωσε την αγόρευσή του (ο Θηραμένης), η βουλή φανερά τον επιδοκίμασε με φωνές, τότε ο Κριτίας επειδή κατάλαβε ότι αν επιτρέψει στη βουλή να αποφασίσει γι’ αυτόν με ψηφοφορία, θα γλιτώσει και επειδή θεώρησε ότι δε θα μπορούσε να ανεχθεί αυτό, πλησίασε τους τριάντα, μίλησε λίγο μαζί τους, βγήκε από τη βουλή και διέταξε αυτούς που είχαν τα εγχειρίδια να σταθούν φανερά κοντά στα κιγκλιδώματα της βουλής.
§51. Αφού ξαναμπήκε πάλι είπε: «Εγώ, άνδρες βουλευτές, νομίζω ότι είναι καθήκον κάθε ηγέτη, τέτοιου όπως πρέπει να είναι, όταν βλέπει τους φίλους του να εξαπατώνται, να μην το επιτρέπει. Και εγώ τώρα αυτό θα κάνω. Γιατί αυτοί εδώ που έχουν σταθεί μπροστά λένε ότι δε θα μας επιτρέψουν, αν αθωώσουμε άνδρα που φανερά βλάπτει την ολιγαρχία. Αναγράφεται βέβαια στους νέους νόμους κανένας από όσους ανήκουν στους τρισχιλίους να μη θανατώνεται χωρίς τη δική σας ψήφο, να έχουν όμως οι τριάντα το δικαίωμα να θανατώνουν όσους είναι έξω από τους καταλόγους. Εγώ λοιπόν, είπε, εξαλείφω αυτόν εδώ το Θηραμένη από τον κατάλογο, με τη σύμφωνη γνώμη όλων μας. Και αυτόν, είπε, εμείς τον καταδικάζουμε σε θάνατο».
§52. Όταν άκουσε αυτά ο Θηραμένης, αναπήδησε στο βωμό και είπε: «Εγώ είπε, άντρες, σας ικετεύω σε ό,τι πιο δίκαιο υπάρχει, να μην  έχει ο Κριτίας το δικαίωμα να διαγράφει από τον κατάλογο ούτε εμένα, ούτε όποιον από εσάς θέλει, αλλά σύμφωνα με το νόμο που συνέταξαν γι’ αυτούς που περιλαμβάνονται σον κατάλογο, σύμφωνα με αυτόν κι εγώ κι εσείς να δικαζόμαστε.
§53. Και δεν αγνοώ βέβαια αυτό, μα τους θεούς, ότι δηλαδή καθόλου αυτός ο βωμός δε θα με βοηθήσει, αλλά θέλω να σας αποδείξω και το εξής, ότι δηλαδή αυτοί είναι όχι μόνο πολύ άδικοι απέναντι στους ανθρώπους, αλλά και πολύ ασεβείς απέναντι στους θεούς. Απορώ όμως με σας, άνδρες καλοί και έντιμοι, είπε, που δε θα βοηθήσετε τον ίδιο τον εαυτό σας, και μάλιστα ενώ γνωρίζετε ότι το δικό μου όνομα δε διαγράφεται καθόλου πιο εύκολα από ότι το όνομα του καθενός από εσάς.
§54. Ύστερα από αυτό ο κήρυκας των τριάντα κάλεσε τους έντεκα να συλλάβουν το Θηραμένη. Και όταν εκείνοι μπήκαν μέσα με τους βοηθούς τους, έχοντας επικεφαλής το Σάτυρο, τον θρασύτατο και αγενέστατο, είπε ο Κριτίας: «Σας παραδίνουμε αυτόν εδώ το Θηραμένη που έχει καταδικαστεί σύμφωνα με το νόμο. Και σεις οι έντεκα, αφού τον συλλάβετε και τον οδηγήσετε όπου πρέπει, να εκτελέσετε τα περαιτέρω».
§55. Μόλις είπε αυτά, ο Σάτυρος προσπαθούσε να απομακρύνει το Θηραμένη από το βωμό, το ίδιο έκαναν και οι βοηθοί του. Τότε ο Θηραμένης, όπως βέβαια ήταν φυσικό επικαλούνταν και θεούς και ανθρώπους να δουν καλά αυτά που συνέβαιναν. Ενώ οι βουλευτές αδρανούσαν, γιατί έβλεπαν ότι και αυτοί που στέκονταν στα κιγκλιδώματα ήταν όμοιοι με το Σάτυρο και ότι ο χώρος μπροστά στο βουλευτήριο ήταν γεμάτος φρουρούς και διότι δεν ξεχνούσαν ότι αυτοί παρευρίσκονταν οπλισμένοι με εγχειρίδια.
§56. Και αυτοί έσυραν τον άνδρα περνώντας τον μέσα από την αγορά, ενώ αυτός με μεγάλη φωνή φανέρωνε αυτά που πάθαινε. Λένε και αυτή τη φράση αυτού. Μόλις του είπε ο Σάτυρος ότι θα θρηνήσει, αν δε σωπάσει, του απάντησε ρωτώντας : «Αν σιωπώ, είπε,  άραγε δε θα θρηνήσω;» Και όταν έπινε το κώνειο καθώς αναγκαζόταν να πεθάνει, λένε ότι αυτός αφού έριξε κάτω σταγόνα – σταγόνα ό,τι απέμενε στο ποτήρι, όπως στο παιχνίδι με τον κότταβο, είπε: «αυτό στην υγεία του όμορφου Κριτία». Και δεν αγνοώ βέβαια και αυτό, ότι δηλαδή αυτά δεν είναι αποφθέγματα αξιόλογα, όμως κρίνω αξιοθαύμαστο αυτό το στοιχείο του άνδρα, το ότι δηλαδή ακόμα και την ώρα που πλησίαζε ο θάνατος δεν έλειψε από την ψυχή του μήτε η αυτοκυριαρχία μήτε το χιούμορ του.
ΒΙΒΛΙΟ 2. Κεφάλαιο 4
§18. Αφού ο Θρασύβουλος είπε αυτά, γύρισε πάλι προς το μέρος των εχθρών και περίμενε. Γιατί και ο μάντης τους συμβούλευε να μην επιτεθούν προτού κάποιος από τους δικούς του ή σκοτωθεί ή τραυματισθεί. «Όταν όμως γίνει αυτό, θα προχωρήσουμε μπροστά, είπε, και εσείς που θα ακολουθείτε θα νικήσετε, ενώ εγώ θα σκοτωθώ όπως το προαισθάνομαι».
§19. Και δε διαψεύστηκε, αντίθετα, μόλις πήραν τα όπλα, σαν να οδηγούνταν από κάποια θεϊκή βούληση, πήδησε ορμητικά πρώτος έξω από την παράταξη, έπεσε πάνω στους εχθρούς και σκοτώθηκε, και έχει ταφεί στη διάβαση του Κηφισού. Οι άλλοι πέτυχαν νίκες και καταδίωξαν τον εχθρό μέχρι την πεδιάδα. Εκεί σκοτώθηκαν ο Κριτίας και ο Ιππόμαχος από τους τριάκοντα, ο Χαρμίδης ο γιος του Γλαύκωνα, από τους δέκα άρχοντες του Πειραιά, και άλλοι εβδομήντα περίπου.
Και τα όπλα τα πήραν (οι δημοκρατικοί), από κανέναν όμως πολίτη δεν απογύμνωσαν από τους χιτώνες. Αφού έγινε αυτό και έδωσαν τους νεκρούς ύστερα από ανακωχή, πολλοί από τους αντιπάλους πλησιάζοντας μεταξύ τους συζητούσαν. 
§20. Τότε ο Κλεόκριτος, ο κήρυκας των μυημένων, που είχε πολύ καλή φωνή, επέβαλε σιωπή και είπε: «Συμπολίτες, γιατί μας εξορίζετε; Γιατί θέλετε να μας σκοτώσετε; Εμείς ποτέ ως τώρα δεν κάναμε σε σας κανένα κακό, αλλά αντίθετα πήραμε μέρος μαζί σας στις πιο σεβαστές ιεροτελεστίες και στις ωραιότερες θυσίες και γιορτές, υπήρξαμε συγχορευτές και συσπουδαστές και συστρατιώτες και διατρέξαμε μαζί σας πολλούς κινδύνους και στην ξηρά και στη θάλασσα και για κοινή και των δύο μας σωτηρία και ελευθερία.
§21. Για όνομα των θεών, των πατέρων και των μητέρων μας, της συγγένειας εξ αίματος και εξ αγχιστείας και των πολιτικών συλλόγων μας, γιατί όλα αυτά πολλοί τα έχουμε κοινά, δείχνοντας σεβασμό και στους θεούς και στους ανθρώπους, σταματήστε να κάνετε κακό στην πατρίδα και μην ακούτε τους ανοσιότατους  τριάκοντα, γιατί αυτοί για το ατομικό τους συμφέρον μέσα σε οκτώ μήνες έχουν σκοτώσει περισσότερους Αθηναίους από όσους σκότωσαν οι Πελοποννήσιοι πολεμώντας μας δέκα χρόνια.
§22. Και ενώ μπορούσαμε να ζούμε ως πολίτες ειρηνικά, αυτοί μας προκαλούν τον πιο αισχρό από όλους και φοβερό και ανόσιο και μισητό σε θεούς και ανθρώπους εμφύλιο πόλεμο. Αλλά όμως να ξέρετε καλά ότι για μερικούς από αυτούς που τώρα σκοτώθηκαν από μας όχι μόνο εσείς αλλά και εμείς κλάψαμε πικρά.
Αυτός τέτοια έλεγε περίπου. Οι υπόλοιποι αρχηγοί (των ολιγαρχικών), για τον πρόσθετο λόγο ότι οι στρατιώτες τους άκουγαν τέτοια λόγια τους οδήγησαν ξανά στην πόλη.
§23. Την επόμενη μέρα οι τριάκοντα παρακάθονταν στην αίθουσα των συνεδριάσεων πολύ ταπεινωμένοι και εγκαταλειμμένοι. Αλλά και οι τρισχίλιοι, όπου καθένας τους είχε ταχθεί, σε όλα τα μέρη της πόλης διαφωνούσαν μεταξύ τους. Γιατί όσοι είχαν διαπράξει κάποιο αδίκημα σοβαρό και φοβούνταν, έντονα υποστήριζαν ότι δεν έπρεπε να υποχωρήσουν στους δημοκρατικούς. Όσοι όμως πίστευαν ότι δεν είχαν διαπράξει κανένα αδίκημα, και οι ίδιοι σκέφτονταν και στους άλλους εξηγούσαν ότι καθόλου δεν χρειάζονταν αυτές τις συμφορές και έλεγαν ότι δεν έπρεπε να υπακούουν στους τριάκοντα ούτε να τους επιτρέψουν να καταστρέψουν την πόλη. Στο τέλος αποφάσισαν με ψηφοφορία εκείνους να τους αφαιρέσουν το αξίωμα και στη θέση τους να εκλέξουν άλλους άρχοντες. Και εξέλεξαν δέκα, ένα από κάθε φυλή.
ΒΙΒΛΙΟ 2.ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. §37-43
§37. Αφού λοιπόν αυτοί αναχώρησαν για τη Σπάρτη, έστελναν και οι αρμόδιοι του επίσημου κράτους αντιπροσώπους που έλεγαν ότι οι ίδιοι είναι πρόθυμοι να παραδώσουν στους Λακεδαιμόνιους τα τείχη που κατέχουν, να παραδοθούν και αυτοί οι ίδιοι, για να τους μεταχειριστούν όπως θέλουν. Υποστήριζαν όμως ότι έκριναν άξιο να παραδώσουν και οι δημοκρατικοί και την πόλη του Πειραιά και τη Μουνιχία στους Λακεδαιμόνιους, αφού λένε ότι είναι φίλοι μ’ αυτούς. §38. Αφού τους άκουσαν όλους αυτούς οι έφοροι και η επιτροπή εκλεγμένων αντιπροσώπων της Απέλλας, έστειλαν δεκαπέντε άντρες στην Αθήνα και τους διέταξαν με την επίβλεψη του Παυσανία, να  συμφιλιώσουν τους πολίτες όπως μπορούσαν καλύτερα. Αυτοί πέτυχαν τη συμφιλίωση υπό τον όρο να έχουν ειρήνη μεταξύ τους και ο καθένας να πάει σπίτι του, εκτός από τους τριάκοντα και τους έντεκα και τους δέκα άρχοντες του Πειραιά.
Και αν κάποιοι φοβούνταν από τους ολιγαρχικούς, αποφάσισαν να έχουν το δικαίωμα αυτοί να εγκατασταθούν στην Ελευσίνα.
§39. Αφού τελείωσαν όλα αυτά (οι διαπραγματεύσεις), ο Παυσανίας διέλυσε το στράτευμα, και οι δημοκρατικοί ανέβηκαν ένοπλοι στην ακρόπολη και πρόσφεραν θυσία στην Αθηνά. Αφού κατέβηκαν οι στρατηγοί πραγματοποίησαν συνέλευση, όπου ο Θρασύβουλος είπε τα εξής.
§40. Εσάς, είπε, ολιγαρχικοί, σας συμβουλεύω να γνωρίσετε τον εαυτό σας. Και θα τον γνωρίζατε πολύ καλά, αν αναλογιζόσασταν για ποιο λόγο πρέπει να καυχιέστε, ώστε να επιχειρείτε να εξουσιάζετε εμάς. Για ποιο λόγο είστε πιο δίκαιοι;  Αλλά ο λαός , αν και είναι πιο φτωχός από εσάς ποτέ μέχρι τώρα δε σας αδίκησε για να κερδίσει χρήματα. Όμως εσείς, αν και είστε πλουσιότεροι όλων έχετε διαπράξει πολλές αδικίες για το προσωπικό σας κέρδος. Αφού δεν έχετε καμία σχέση με τη δικαιοσύνη, εξετάστε αν ίσως πρέπει να καυχιέστε για την ανδρεία σας.
§41.Και τι θα αποτελούσε  καλύτερη κρίση γι’ αυτό από το πώς πολεμήσαμε ο ένας τον άλλο; Αλλά θα υποστηρίζατε ότι υπερέχετε στην ευφυΐα εσείς οι οποίοι, αν και είχατε και τείχη και όπλα και χρήματα και τους Πελοποννήσιους συμμάχους, έχετε νικηθεί από αυτούς που δεν είχαν τίποτε από αυτά; Αλλά νομίζετε, βέβαια, ότι πρέπει να υπερηφανεύεστε για τους Λακεδαιμόνιους; Πώς, αφού αυτοί βέβαια, όπως οι άνθρωποι δένουν με περιλαίμιο τα σκυλιά που δαγκώνουν και τα παραδίδουν, έτσι και εκείνοι σας παρέδωσαν στον αδικημένο αυτό λαό και σηκώθηκαν και έφυγαν;
§42. Αλλά, όμως εσείς, άντρες, (οι δημοκρατικοί) δε θεωρώ σωστό να παραβείτε τίποτε από όσα έχετε ορκιστεί, αλλά μαζί με τα άλλα να δείξετε και αυτό, ότι δηλαδή και τον όρκο σας τηρείτε και σέβεστε τους  θεούς. Αφού είπε αυτά και άλλα παρόμοια, και ότι δεν έπρεπε να προκαλούν καμιά αναστάτωση, αλλά να χρησιμοποιούν τους παλιούς νόμους, έλυσε τη συνεδρίαση της εκκλησίας.
§43.Και τότε αφού εγκατέστησαν αρχές  ζούσαν αρμονικά ως πολίτες. Αργότερα, όταν άκουσαν ότι οι ολιγαρχικοί που ήταν στην Ελευσίνα συγκέντρωναν ξένους μισθοφόρους , έκαναν εκστρατεία εναντίον τους με όλες τους τις δυνάμεις και σκότωσαν τους στρατηγούς όταν ήρθαν για διαπραγματεύσεις, ενώ για τους άλλους έστειλαν τους φίλους και τους συγγενείς και τους έπεισαν να συμφιλιωθούν με το λαό. Και αφού ορκίστηκαν ότι πράγματι δε θα θυμούνται παλιά αδικήματα, ακόμα και σήμερα ζουν αρμονικά ως πολίτες και ο λαός μένει πιστός στους όρκους του.




Δεν υπάρχουν σχόλια: