«Η αυτοαντίληψη και η σχέση της με την επαγγελματική ανάπτυξη του ανθρώπου : Η αναγκαιότητα εξέτασης του μορφώματος, στα πλαίσια των σύγχρονων κοινωνικοοικονομικών (παγκοσμιοποιημένων) εξελίξεων της Κοινωνίας της Γνώσης».
Του Δημήτρη Γ. Φράγκου
Σχολικού Συμβούλου Δημοτικής Εκπαίδευσης
Υποψ. Διδ/ρα Επιστημών της Αγωγής
στο Π.Τ.Δ.Ε. του Πανεπιστημίου Πατρών
Η ενασχόληση με την αντίληψη που έχει το άτομο για τον εαυτό του, παρουσιάζει μια μακρά πορεία στο χώρο των επιστημών της Παιδαγωγικής και της Ψυχολογίας. Τα τελευταία χρόνια, με την έκρηξη των ερευνών στο χώρο του «εαυτού», οι ερευνητές των κοινωνικών επιστημών, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, επικεντρώνονται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη μελέτη της αυτοαντίληψης του ατόμου, γενικότερα, και του παιδιού ιδιαίτερα. Αναγνωρίζουν, έτσι, ως απαραίτητη προϋπόθεση της κοινωνικής προσαρμογής και της ψυχικής υγείας, το συναισθηματικό στοιχείο του αναπτυσσόμενου ανθρώπου.
Η θετική εικόνα του εαυτού, αποτελεί για το παιδί, σημαντικό στοιχείο στην καθόλου ανάπτυξή του, θεωρούμενο επιθυμητό χαρακτηριστικό «αφ’ εαυτού» και εκτιμάται ιδιαίτερα, χάρη στη δράση της ως μεσολαβούσα για ένα πλήθος επιθυμητών συμπεριφορών ( Beane, ΄80 – Hansford & Hattie, ΄82 - Φλουρής, ΄83 – Τζάνη, ΄83 - Πιντέρης, ΄85 - Φλουρής και Μασσιάλας, ΄88 κ.ά.).
Κοινή παραδοχή είναι, ότι η απόκτηση από μέρους των ατόμων και στη συγκεκριμένη περίπτωση των παιδιών, της έννοιας της αυτοαντίληψης, αποτελεί μια διαδικασία που συντελείται βαθμιαία και για μακρό χρονικό διάστημα. Πολλοί μελετητές θεωρούν ότι η διαδικασία ολοκληρώνεται στην πρώτη παιδική ηλικία και άλλοι υποστηρίζουν πως η διαμόρφωσή της οριστικοποιείται στη διάρκεια της εφηβείας. Υπάρχουν όμως και εκείνοι που θεωρούν την αυτοαντίληψη ως μια προσωπική θεωρία που υφίσταται συνεχείς αλλαγές, καθώς βρίσκεται κάτω από την επίδραση νέων πληροφοριών (Λεονταρή, ΄96).
Η έννοια και το περιεχόμενο που παίρνει «ο εαυτός» και κατά συνέπεια η αυτοαντίληψη κατά την εφηβεία και οι διάφορες προσεγγίσεις από το χώρο της ψυχολογίας, συγκλίνουν στο ότι η ηλικία αυτή είναι εκείνη κατά την οποία το άτομο διαμορφώνει την ταυτότητά του (Παρασκευόπουλος, ΄85).
Στο στάδιο αυτό, παρατηρείται μια αναδιοργάνωση της προσωπικότητας, με αφετηρία την αλλαγή της σωματικής εικόνας και την αναζήτηση ταυτότητας, με σκοπό την ένταξη του ατόμου στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Αρχίζουν να ξεκαθαρίζουν τα ενδιαφέροντά του, σε σχέση με τη συνέχιση των σπουδών του και την επιλογή καριέρας, στοχεύοντας να καθορίσει για τον εαυτό του κάποιο ρόλο, που από μόνο του επέλεξε (Λεονταρή, ΄96).
Είναι γενικότερα αποδεκτό, ότι η αυτοαντίληψη είναι το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης διαφόρων παραγόντων, που θεωρούνται καθοριστικοί για την ανάπτυξη και τη διαμόρφωσή της. Κάθε άτομο, μέσα σ’ αυτήν την αλληλεπίδραση των παραγόντων του, εσωτερικών και εξωτερικών, δρα με το δικό του τρόπο και υποχρεώνει τους άλλους, ανάλογα με τις αντιδράσεις του, να διαμορφώσουν και τη δική τους στάση απέναντί του. Η αυτοαντίληψη, λοιπόν, διαμορφώνεται από τις πράξεις και τις αντιδράσεις των άλλων στα πλαίσια των διαπροσωπικών σχέσεων (Cooley, 1902) ή από τις παρεμβάσεις των « σημαντικών άλλων » (Rosenberg, ΄79), αλλά και από τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης κατάστασης (Λεονταρή, ΄96).
Η Παιδεία και η πρακτική της έκφραση η Εκπαίδευση, ανήκει σίγουρα στους παράγοντες διαμόρφωσης της αυτοαντίληψης και των εμφανιζομένων την περίοδο αυτή διαφόρων ενδιαφερόντων, εκπαιδευτικών και επαγγελματικών. Τα βιβλία, τα αναλυτικά και ωρολόγια προγράμματα λειτουργίας, οι συνθήκες λειτουργίας του εκπαιδευτικού ιδρύματος και η γενικότερη φιλοσοφική του θεώρηση ως προς το είδος της παιδείας που θέλει να δώσει και το είδος του ανθρώπου στη δημιουργία του οποίου θέλει να συμβάλει, θα παίξουν καθοριστικό ρόλο. Προκειμένου, λοιπόν, να μπορέσει να παίξει το ρόλο της σωστά, προς την κατεύθυνση αυτή, θεωρούμε ότι, είναι αναγκαία η εισαγωγή ενός νέου θεσμού στην εκπαίδευση, εκείνου της «Συμβουλευτικής - Προσανατολισμού» (Μπρούζος, ΄95).
Ο θεσμός αυτός, είναι εκείνος ο οποίος θα βοηθήσει στη δυνατότητα διαμόρφωσης συνθηκών ανάπτυξης, σωστής και ομαλής διάπλασης της αυτογνωσίας και της αυτοαντίληψης των νέων ατόμων και ταυτόχρονα, θα καθοδηγήσει σωστά τους γονείς και τους όποιους άλλους σχετικούς παράγοντες, προκειμένου να βοηθήσουν τα άτομα της ηλικίας αυτής, να αναπτύξουν τα επαγγελματικά τους ενδιαφέροντα και να κάνουν, την ώρα των αποφάσεων, τις «σωστές επιλογές».
Σήμερα η Συμβουλευτική, σε θέματα εκπαιδευτικού και επαγγελματικού προσανατολισμού, εμφανίζεται ως «κοινή τάση» διεθνώς και μάλιστα ως μια διαρκής διαδικασία που θα πρέπει να αρχίζει από τα πρώτα σχολικά χρόνια (Κρίβας, ΄95). Και τούτο, γιατί θεωρείται «Παιδαγωγική πράξη», και ως τέτοια, δεν μπορεί να αποτελεί προσθήκη, αλλά ενσωματωμένο τμήμα της όλης παιδαγωγικής διαδικασίας.....Ορισμένοι αναλυτές ισχυρίζονται ότι οι τεχνολογικές καινοτομίες, σε λιγότερο από είκοσι (20) χρόνια από σήμερα, θα έχουν συμβάλλει στην αλλαγή της δομής της οικονομίας πολύ περισσότερο από ότι συνέβαλαν σωρευτικά τα προηγούμενα διακόσια (200) χρόνια. Άλλοι, οι πεσιμιστές, λένε ότι στον κόσμο του Διαδυκτίου, στην παγκοσμιοποιημένη Νέα Οικονομία, δε θα υπάρχει χώρος για αρχές όπως, η προσήλωση στην πρόοδο, η προστασία των ασθενέστερων και η βαθιά πίστη στην πραγματική Δημοκρατία. Λένε, ακόμη, ότι μαζί με τη Νέα Οικονομία, έρχεται και το τέλος της πολιτικής συμπεριφοράς των ατόμων που δίνει τη θέση της στην τεχνολογία. Θα μείνει, λένε, μόνο η ανάγκη της τεχνοκρατικής διαχείρισης.
Εμείς όμως, οι εκπαιδευτικοί και γενικότερα οι σκεπτόμενοι άνθρωποι, έχουμε έναν ιδιαίτερο ρόλο να διαδραματίσουμε, ακριβώς επειδή επιδιώκουμε και αγωνιζόμαστε, ώστε όλοι οι πολίτες να γίνονται κοινωνοί της γνώσης, να έχουν τις ίδιες ευκαιρίες , να μην υπάρχουν διαχωρισμοί , να συμμετέχουν όλοι στο μέρισμα της ανάπτυξης και ευημερίας που φέρνει η Νέα Οικονομία. Γιατί στην κοινωνία της γνώσης δημιουργούνται προϋποθέσεις, όπου ο πολίτης αποκτά όχι λιγότερη, αλλά περισσότερη δύναμη, αφού η γνώση είναι ο μοχλός προόδου κι εκδημοκρατισμού της κοινωνίας.
Η επαγγελματική ανάπτυξη στον κάθε εργαζόμενο, ξεκινά από την εκπαίδευση. Δηλαδή με την πραγματική ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών σε κάθε βαθμίδα εκπαιδευτικής διαδικασίας, πέρα και πάνω από τον απλό εξοπλισμό με ηλεκτρονικούς υπολογιστές και τη δικτύωση των σχολείων και των πανεπιστημίων αλλά και την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και την παροχή εφοδίων, ώστε ο πολίτης, να είναι ικανός να διαχειρίζεται τη γνώση και την πληροφορία σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, σε μια διαρκή διαδικασία αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον, όπως και εάν διαμορφώνεται αυτό. Η επαγγελματική αυτή ανάπτυξη, ως επένδυση στον εργαζόμενο, συνεπάγεται την όσο το δυνατόν καλύτερη πληροφόρησή του, για να μπορεί να επιλέγει, να προσαρμόζει και να βρίσκει το δικό του δρόμο. Συνεπάγεται, δηλαδή, την ανάπτυξη, από μέρους του, κομβικών δεξιοτήτων. Συνεπάγεται, τέλος τη δημιουργία εξειδικευμένων στελεχών...Το κεντρικό ερώτημα που τίθεται, λοιπόν, είναι : «Πώς θα επανασχεδιαστεί η Παιδεία υπό το φως των νέων απαιτήσεων».
Η παροχή της δια βίου εκπαίδευσης αποτελεί σίγουρα μια πρόκληση για τους παραδοσιακούς χώρους εκπαίδευσης. Τα μικρά εκπαιδευτικά διαλείμματα, πάνω σε αντικείμενα σχετιζόμενα με τις ανάγκες που διαμορφώνονται στον εργασιακό χώρο, επίσης,. Κυρίως όμως, τα εκπαιδευτικά συστήματα δεν μπορούν να περιορίζονται στο να εκπαιδεύουν τους μαθητευόμενους στην αποθήκευση γνώσης. Οφείλουν όχι μόνο να τους μαθαίνουν πώς να αναζητούν την πληροφόρηση, αλλά και πώς να την αξιολογούν και να την αξιοποιούν. Έτσι τους καθιστούν υπεύθυνους και ελεύθερους.
Στη Νέα Οικονομία, τέλος, η αυξημένη κινητικότητα των εργαζομένων θα είναι καθοριστική για την απασχόληση. Το εκπαιδευτικό σύστημα θα πρέπει, επομένως, να προετοιμάζει τους εργαζόμενους, ώστε να μπορούν να αποκτήσουν τα εφόδια για να εργάζονται σε συνεχώς νέους χώρους εργασίας και να συνεργάζονται με εργαζόμενους από άλλες χώρες.
Έτσι, σ’ αυτήν την αναδιάταξη της οικονομικής δραστηριότητας σε παγκόσμια κλίμακα, κερδισμένες είναι οι κοινωνίες που δημιουργούν και υλοποιούν ιδέες, που αξιοποιούν ευκαιρίες γρήγορα και αποτελεσματικά. Μόνιμα κερδισμένοι, όμως, είναι αυτοί που διατηρούν και ανανεώνουν το απόθεμα της εφευρετικότητας των ιδεών τους, που έχουν, δηλαδή, μια συνεχή δημιουργική παρουσία.
Πίσω, όμως, από την ικανότητα δημιουργίας, διατήρησης ή μετάδοσης της γνώσης, βρίσκεται η ουσιαστική ικανότητα δημιουργίας και διατήρησης του πλούτου. Κι επάνω στην ικανότητα αυτή, εδράζεται η παλιά δαρβινική έννοια της επιβίωσης του πιο προσαρμοσμένου, που αντικαθίσταται τώρα πια, από την ιδέα της επιβίωσης όσων κατέχουν καλύτερες πληροφορίες.
Όμως πέρα από την οικονομική διάσταση, η εκπαίδευση αποτελεί γενεσιουργό πηγή και μιας άλλης, πολύ σημαντικής κοινωνικής αξίας. Δημιουργεί, όπως ανέλυσε ο Αμάρτι Ασιέν, ο γνωστός Νομπελίστας στα έργα του, την «ελευθερία της επιλογής», το “Freedom of Choice”, που αποτελεί κορυφαία αξία για το άτομο και την κοινωνία.
Με βάση τις σκέψεις αυτές, είναι ανάγκη να σταθώ στα κεντρικά χαρακτηριστικά του νέου οικονομικού περιβάλλοντος, όπως αυτά διαμορφώνονται κάτω από την επίδραση των δυνάμεων της παγκοσμιοποίησης και της ραγδαίας τεχνολογικής αλλαγής και να κάνω τέσσερις γενικότερες παρατηρήσεις :
1. Ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της παγκοσμιοποίησης είναι η συστηματοποιημένη, μαζική και κατευθυνόμενη σε στόχους ερευνητική, τεχνολογική και καινοτομική δραστηριότητα. Σε αντίθεση με το σποραδικό και τυχαίο χαρακτήρα της έρευνας σε παλαιότερες εποχές, η μεθοδευμένη επένδυση στην αναζήτηση συνεχώς νέων γνώσεων και ικανοτήτων μεταβάλλει με ταχύτατους ρυθμούς τα παραγωγικά συστήματα, τη θέση των οικονομικών παικτών στην αγορά, τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Μια πρώτη κρίσιμη συνέπεια είναι, ότι η γνώση δεν αρκεί για τη διατήρηση είτε στο ατομικό, είτε στο μακροεπίπεδο των πλεονεκτημάτων που εξασφαλίζει η γνώση. Απαιτείται, επιπλέον, μια ειδική μορφή γνώσης που μπορεί να περιγραφεί «ως η γνώση με την οποία επιτυγχάνεται η εξέλιξη και η μετεξέλιξη της υφιστάμενης γνώσης». Η γνώση, για να παρακολουθήσει κανείς τις εξελίξεις της γνώσης, που επιτυγχάνουν άλλοι φορείς ή συστήματα και η γνώση για το πώς μετατρέπονται γνώσεις σε ικανότητες παραγωγής, απασχόλησης και ποιότητας ζωής. Αν δε γίνει κατανοητή αυτή η πολύπλοκη σχέση που συνδέει την εκπαίδευση με το παραγωγικό σύστημα και την οικονομία με την απασχόληση, δε θα γίνει κατανοητό το γιατί χώρες με φαινομενικά παραπλήσια εκπαιδευτικά συστήματα έχουν διαφορετικά επίπεδα απασχόλησης, διαφορετικά επίπεδα παραγωγικότητας και ανάπτυξης.
2. Ένα σημαντικό τμήμα των γνώσεων που παράγονται μέσα από τη διαδικασία της συστηματικής επένδυσης σε έρευνα, τεχνολογία και σε καινοτομία, αποτελεί γνώση εσωτερική στον οργανισμό που τη δημιουργεί. Δηλαδή, συνήθως, σε μια επιχείρηση ή έναν ερευνητικό οργανισμό. Κερδισμένοι, επομένως, είναι εκείνοι που καταφέρνουν να ανανεώνουν συνεχώς το απόθεμα γνώσης και πληροφοριών που υπάρχει. Κερδισμένοι είναι αυτοί, που διατηρούνται ανταγωνιστικοί, με κριτήριο τα τείχη της παγκόσμιας και όχι της εθνικής αγοράς.
3. Στη βάση όσων προανέφερα, στη σημερινή εποχή μια από τις πιο σημαντικές λειτουργίες της εκπαίδευσης δεν είναι μόνον οι ίδιες οι ειδικές γνώσεις, αλλά η δημιουργία, η διάχυση και η εμπέδωση αντιλήψεων και αξιών για το τι προωθεί και τι δεν προωθεί την ανάπτυξη και τη μετεξέλιξη της κοινωνίας μας. Και,
4. Ο συνήθης τρόπος θεώρησης της εκπαίδευσης και της απασχόλησης μέσα από μια γραμμική σχέση, δεν ισχύει. Η εκπαίδευση αποτελεί αναγκαίο, αλλά, πολλές φορές, όχι και επαρκή όρο για την αύξηση της απασχόλησης. Σήμερα, κατ’ εξοχήν, ζούμε σε μια εποχή στην οποία παρά την τεράστια επένδυση σε ανθρώπινο δυναμικό, δεν μπορούμε ακόμη να πετύχουμε αντίστοιχα χαμηλά επίπεδα ανεργίας....Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που εμφανίζονται σήμερα στην παραγωγή, κάνουν αναγκαία μια ριζική αλλαγή σε πολλά θεσμικά στοιχεία του συστήματος εκπαίδευσης και κατάρτισης, όπως :
1. Δημιουργία θεσμικού πλαισίου που θα εξασφαλίζει την εξέλιξη, τη συσσώρευση και την αξιοποίηση των νέων γνώσεων από το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας, σε όλες τις βαθμίδες και σε όλες τις μορφές μετάδοσης της γνώσης.
2. Ανατροπή του ιστορικά στατικού προτύπου εκπαίδευσης με την αντικατάστασή του από ένα σύστημα που θα μπορεί γρήγορα κι αποτελεσματικά να μετασχηματίζεται ώστε να μη δημιουργούνται σημαντικά γνωστικά χάσματα σε γενεές νέων, το επίπεδο ζωής των οποίων θα σφραγίζεται από την αδυναμία αυτή.
3. Δημιουργία προϋποθέσεων ώστε το περιεχόμενο των εκπαιδευτικών διαδικασιών να προσαρμόζεται με ευελιξία, τόσο στην ταχύτατη πρόοδο που συντελείται στα διάφορα γνωστικά αντικείμενα όσο και στον εμπλουτισμό τους με νέους τύπους γνώσης.
4. Εισαγωγή ελέγχων ποιότητας στον τρόπο λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος και συνεχή διόρθωση των ατελειών του μέσα από τη συνεχή ανατροφοδότησή του.
5. Διασφάλιση της εκπαίδευσης ως δημόσιου Μαζική εισαγωγή μηχανισμών δια βίου εκπαίδευσης και δα βίου κατάρτισης με ποιότητα και ιδιαίτερα για πληθυσμιακές ανάγκες που κινδυνεύουν από αποκλεισμό. Η εκπαίδευση σήμερα δεν είναι κάτι που μπορεί να εξαντλείται σε κάποια χρόνια μεταξύ του δωδέκατου, δέκατου όγδοου ή του εικοστού δεύτερου χρόνου της ζωής ενός νέου.
6. Σωστή ισορροπία της εκπαίδευσης στη βάση αφ’ ενός μεν των βασικών αξιών του πολιτισμού, της ιστορίας, και της κουλτούρας που χαρακτηρίζει τις κοινωνίες μας αφ’ ετέρου δε των πεδίων εκείνων που εκφράζουν γνώσεις, που δημιουργούν και ενισχύουν την ανταγωνιστική ικανότητα στα δεδομένα της παγκοσμιοποιημένης αγοράς....
8. Διασφάλιση της χρηματοδότησης όχι μόνο από το κράτος, αλλά και από τις επιχειρήσεις που ζητούν υψηλή ειδίκευση, νέες δεξιότητες, καταρτισμένο προσωπικό και εργαζόμενους ε συνεχώς ανανεούμενες γνώσεις....Κρίνεται απαραίτητο, να γίνει κατανοητό απ’ όλους, και ιδιαίτερα απ’ όσους έχουν την ευθύνη της χάραξης της εκπαιδευτικής πολιτικής, ότι το σχολείο, καλείται να προσφέρει μια τέτοιου είδους βοήθεια στο παιδί, ώστε, να συμβάλλει στη δημιουργία ευτυχισμένων ατόμων, μέσα σε μια ευημερούσα κοινωνία. Όμως, σ’ ένα σχολείο της στείρας γνώσης, της μετωπικής διδασκαλίας και της όποιας παραδοσιακής λειτουργίας που αναπαράγει τα ίδια πρότυπα που αυτό θέλει, αφήνει το μαθητή έξω από τα δικά του ενδιαφέροντα, που, αφού δε θα τα έχει γνωρίσει, δε θα μπορεί και να τα αναπτύξει.
Είναι ανάγκη, μέσα από τις δυνατότητες που θα του παράσχει το σχολείο, να διευρυνθούν οι γνώσεις του ατόμου με το «άνοιγμά» του προς τη ζωή και την πραγματικότητα. Και η αυτοαντίληψη, θα βοηθήσει και θα συνεργήσει, στην αλλαγή του «μελαγχολικού» όπως σωστά επισημαίνει ο Α. Σαμαράκης, σχολείου, ενσταλάζοντας στους νέους τα στοιχεία της δημιουργικότητας, της ενεργούς συμμετοχής, της διαρκούς και γόνιμης αναζήτησης και θα τους ενθαρρύνει στην αποφατική διεκδίκηση του μέλλοντός των και τη νοηματοδότηση της ζωής τους.