Ο ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ
Γεώργιος Βιζυηνός
Το διήγημα Το αμάρτημα της μητρός μου δημοσιεύτηκε πρώτα στο Παρίσι, στο περιοδικό La Nouvelle Revue της Juliette Lamber-Adam στο τεύχος Μαρτίου – Απριλίου 1883 (σ. 632-653) και στην Αθήνα στην Εστία σε δύο συνέχειες (10 / 17 Απριλίου 1883). Ο Ι. Παπακώστας (http://tovima.dolnet.gr/) αναφέρει για αυτή την επιλογή του Βιζυηνού: «Η απόφαση όμως του Βιζυηνού να δει το (πρώτο) διήγημά του δημοσιευμένο πρώτα σε ευρωπαϊκό περιοδικό και κατόπιν σε ελληνικό προκαλεί ερώτημα. Το ερώτημα είναι αν η επιθυμία του αυτή προερχόταν από κάποια τάση επίδειξης ή συνδέεται με την πικρία που σίγουρα θα είχε δοκιμάσει για τον υποτιμητικό τρόπο με τον οποίο τον είχαν αντιμετωπίσει κατά το ολιγόμηνο χρονικό διάστημα της παραμονής του στην Αθήνα το 1882, οπότε του προσάπτονταν κολακεία, παρασιτία, χυδαιότητα, γελοιότητες και μάλιστα σε ανώνυμα δημοσιεύματα.»
Ανάλυση
Το αμάρτημα της μητρός μου είναι ένα εξαιρετικό ηθογραφικό και ψυχογραφικό έργο, από τα πιο αξιόλογα κείμενα της λογοτεχνίας μας, με έντονο το αυτοβιογραφικό στοιχείο: κεντρικό πρόσωπο είναι η μητέρα του συγγραφέα - αφηγητή, ενώ ο ίδιος είναι συμπρωταγωνιστής. Το έργο αναφέρεται στις απελπισμένες αλλά μάταιες προσπάθειες της χήρας μητέρας του συγγραφέα να σώσει την άρρωστη κόρη της, η οποία τελικά πέθανε, και στην υιοθεσία διαδοχικά δύο άλλων κοριτσιών. Κατά βάθος όλες αυτές οι προσπάθειες απέρρεαν από τις ενοχές που τη βασάνιζαν, επειδή η ίδια είχε καταπλακώσει άθελά της στον ύπνο της ένα από τα παιδιά της (το μοναδικό τότε κοριτσάκι της, που ήταν βρέφος) και είχαν ως στόχο την εξιλέωσή της και την αναπλήρωση του τραγικού κενού. Αρχικά ο συγγραφέας μας παρουσιάζει τα κύρια πρόσωπα του έργου, την Αννιώ, τη μοναδική αδερφή του, η οποία είναι άρρωστη, και τη χήρα μητέρα τους, η οποία είναι προσηλωμένη σ’ αυτήν και παραμελεί τα τρία αγόρια της. Η αρρώστια της Αννιώς επιδεινώνεται και η μητέρα μετέρχεται μάταια κάθε τρόπο και μέσο για τη θεραπεία της κόρης της: φάρμακα, βότανα, φυλακτά, ξόρκια, ευχολόγια. Δυστυχώς η Αννιώ πεθαίνει και η μητέρα υιοθετεί μια ψυχοκόρη, που τη μεγαλώνει με υπερβολική στοργή και την παντρεύει, για να υιοθετήσει στη συνέχεια ένα άλλο κοριτσάκι, πολύ μικρό κάτι που προξενεί την έντονη αντίδραση των δύο αγοριών (ο αφηγητής έχει φύγει στην ξενιτιά). Ο Γιωργής (ο αφηγητής) επιστρέφει από τα ξένα και αντιδρά και αυτός για την νέα υιοθεσία του κοριτσιού, όμως η μητέρα αποφασίζει να του αποκαλύψει κρυφά το τρομερό μυστικό της: η εμμονή της για υιοθεσία κοριτσιών οφείλεται σε ένα τραγικό γεγονός, για το οποίο νιώθει τύψεις εδώ και χρόνια. Στο παρελθόν είχε αποκτήσει ένα άλλο κοριτσάκι, που το είχε καταπλακώσει άθελά της στον ύπνο της και το πρωί το βρήκε νεκρό (εδώ λύνεται και η απορία του αναγνώστη για τον τίτλο του διηγήματος). Ο Γιωργής μπορεί τώρα να ερμηνεύσει πολλές ανεξήγητες ως τότε ενέργειες της μητέρας του, την οποία προσπαθεί να ανακουφίσει εξηγώντας της ότι επρόκειτο για δυστύχημα. Μετά την επιστροφή του αφηγητή στην Πόλη, με την ευκαιρία μιας επίσκεψης της μητέρας του εκεί, την πήγε στον πατριάρχη, ο οποίος την εξομολόγησε και της έδωσε συγχώρεση για το παλιό της «αμάρτημα». Όμως η μητέρα, και αν ακόμα απέβαλε το φόβο της θείας τιμωρίας, έμεινε με τις τύψεις και τον πόνο στην καρδιά λέγοντας χαρακτηριστικά: ο πατριάρχης ..συγχωρνά ταις αμαρτίαις όλου του κόσμου. Μα, τι να σε πω! Είναι καλόγερος. Δεν έκαμε παιδιά, για να μπορεί να γνωρίση, τι πράγμα είναι το να σκοτώση κανείς το ίδιο το παιδί του! Έτσι λιτά κλείνει το διήγημα, με τα δάκρυα της μητέρας και τη σιωπή του Γιωργή...
Παράθεμα για το έργο
«Υπάρχει η ζέστα του υποκειμενικού στοιχείου στο Αμάρτημα της μητρός μου, καθώς η αφήγηση μας δίνεται ως ανάμνηση του συγγραφέα. Ένα οικογενειακό δράμα εξιστορεί στο διήγημα αυτό ο Βιζυηνός, με γνώση της ψυχής και με αφηγηματική τέχνη. Από την αφήγηση δεν λείπουν ακόμα, εδώ κι εκεί, η ειρωνεία, η χάρη, το χιούμορ. Το θέμα είναι απλό, τα πρόσωπα λίγα: κυρίως η μητέρα και ο αφηγητής. Ωστόσο η επιμονή του συγγραφέα στον εσωτερικό κόσμο, η σωστή περιγραφή και απόδοση του ψυχικού δράματος της μητέρας, της Δεσποινιώς της Μιχαλιέσσας, η ηθική δοκιμασία της από τη συναίσθηση του αμαρτήματός της, υψώνουν το θέμα και το διήγημα σ’ ένα άλλο επίπεδο - όχι απλώς ρεαλιστικό. Γιατί όλα στο Αμάρτημα της μητρός μου υπηρετούν τον μέσα κόσμο, την αγωνία και το βάθος της ψυχής, τη συγκρατημένη έκφραση του πόνου της μητέρας. Έπειτα οι σχέσεις ανάμεσα στα πρόσωπα του διηγήματος είναι τόσο αληθινές, τόσο φυσικές, τόσο συγκινητικά και ουσιαστικά δοσμένες, ώστε το δράμα να υποβάλλεται αβίαστα, με ισορροπία και με μέτρο, χωρίς ακρότητες ή υπερβολές. Η πλαστική δύναμη του Βιζυηνού διακρίνεται επίσης εδώ: τα πρόσωπά του, και ιδίως η μητέρα, ζωντανεύουν θαυμάσια, μέσα σε λίγες γραμμές, ανάμεσα από ένα διάλογο που μπορεί και μας δίνει πάντα το καίριο - ό,τι αποκαλύπτει μια πτυχή της ψυχής. Η ευαισθησία του συγγραφέα συλλαμβάνει και τις παραμικρότερες κυμάνσεις της εσωτερικής ζωής, και η πλαστική και η αφηγηματική του ικανότητα τις μορφοποιούν και τις δικαιώνουν πεζογραφικά, κερδίζοντας και γοητεύοντας τον αναγνώστη. Το αμάρτημα της μητρός μου είναι ένα διήγημα με ζεστά συναισθήματα και πάθη, με ανθρωπιά και τρυφερότητα. Η τάση της μητέρας να υιοθετεί ολοένα μικρά κορίτσια δεν παρουσιάζεται ως έμμονη ιδέα, όπως γράφουν ο Αντώνης Γιαλούρης και ο Άλκης Θρύλος, δεν είναι δηλαδή απλή ιδιοτροπία ή ψυχική ιδιομορφία ούτε «μονομανίας αποτέλεσμα», αλλά βαθύτατη ανάγκη της ψυχής».
Σαχίνη Α., «Το διήγημα του Γ. Βιζυηνού», Επιστημονική Επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Περίοδος Α΄, 1968, Τόμος Ι΄, σ. 346-347.
Ανάλυση
Το αμάρτημα της μητρός μου είναι ένα εξαιρετικό ηθογραφικό και ψυχογραφικό έργο, από τα πιο αξιόλογα κείμενα της λογοτεχνίας μας, με έντονο το αυτοβιογραφικό στοιχείο: κεντρικό πρόσωπο είναι η μητέρα του συγγραφέα - αφηγητή, ενώ ο ίδιος είναι συμπρωταγωνιστής. Το έργο αναφέρεται στις απελπισμένες αλλά μάταιες προσπάθειες της χήρας μητέρας του συγγραφέα να σώσει την άρρωστη κόρη της, η οποία τελικά πέθανε, και στην υιοθεσία διαδοχικά δύο άλλων κοριτσιών. Κατά βάθος όλες αυτές οι προσπάθειες απέρρεαν από τις ενοχές που τη βασάνιζαν, επειδή η ίδια είχε καταπλακώσει άθελά της στον ύπνο της ένα από τα παιδιά της (το μοναδικό τότε κοριτσάκι της, που ήταν βρέφος) και είχαν ως στόχο την εξιλέωσή της και την αναπλήρωση του τραγικού κενού. Αρχικά ο συγγραφέας μας παρουσιάζει τα κύρια πρόσωπα του έργου, την Αννιώ, τη μοναδική αδερφή του, η οποία είναι άρρωστη, και τη χήρα μητέρα τους, η οποία είναι προσηλωμένη σ’ αυτήν και παραμελεί τα τρία αγόρια της. Η αρρώστια της Αννιώς επιδεινώνεται και η μητέρα μετέρχεται μάταια κάθε τρόπο και μέσο για τη θεραπεία της κόρης της: φάρμακα, βότανα, φυλακτά, ξόρκια, ευχολόγια. Δυστυχώς η Αννιώ πεθαίνει και η μητέρα υιοθετεί μια ψυχοκόρη, που τη μεγαλώνει με υπερβολική στοργή και την παντρεύει, για να υιοθετήσει στη συνέχεια ένα άλλο κοριτσάκι, πολύ μικρό κάτι που προξενεί την έντονη αντίδραση των δύο αγοριών (ο αφηγητής έχει φύγει στην ξενιτιά). Ο Γιωργής (ο αφηγητής) επιστρέφει από τα ξένα και αντιδρά και αυτός για την νέα υιοθεσία του κοριτσιού, όμως η μητέρα αποφασίζει να του αποκαλύψει κρυφά το τρομερό μυστικό της: η εμμονή της για υιοθεσία κοριτσιών οφείλεται σε ένα τραγικό γεγονός, για το οποίο νιώθει τύψεις εδώ και χρόνια. Στο παρελθόν είχε αποκτήσει ένα άλλο κοριτσάκι, που το είχε καταπλακώσει άθελά της στον ύπνο της και το πρωί το βρήκε νεκρό (εδώ λύνεται και η απορία του αναγνώστη για τον τίτλο του διηγήματος). Ο Γιωργής μπορεί τώρα να ερμηνεύσει πολλές ανεξήγητες ως τότε ενέργειες της μητέρας του, την οποία προσπαθεί να ανακουφίσει εξηγώντας της ότι επρόκειτο για δυστύχημα. Μετά την επιστροφή του αφηγητή στην Πόλη, με την ευκαιρία μιας επίσκεψης της μητέρας του εκεί, την πήγε στον πατριάρχη, ο οποίος την εξομολόγησε και της έδωσε συγχώρεση για το παλιό της «αμάρτημα». Όμως η μητέρα, και αν ακόμα απέβαλε το φόβο της θείας τιμωρίας, έμεινε με τις τύψεις και τον πόνο στην καρδιά λέγοντας χαρακτηριστικά: ο πατριάρχης ..συγχωρνά ταις αμαρτίαις όλου του κόσμου. Μα, τι να σε πω! Είναι καλόγερος. Δεν έκαμε παιδιά, για να μπορεί να γνωρίση, τι πράγμα είναι το να σκοτώση κανείς το ίδιο το παιδί του! Έτσι λιτά κλείνει το διήγημα, με τα δάκρυα της μητέρας και τη σιωπή του Γιωργή...
Παράθεμα για το έργο
«Υπάρχει η ζέστα του υποκειμενικού στοιχείου στο Αμάρτημα της μητρός μου, καθώς η αφήγηση μας δίνεται ως ανάμνηση του συγγραφέα. Ένα οικογενειακό δράμα εξιστορεί στο διήγημα αυτό ο Βιζυηνός, με γνώση της ψυχής και με αφηγηματική τέχνη. Από την αφήγηση δεν λείπουν ακόμα, εδώ κι εκεί, η ειρωνεία, η χάρη, το χιούμορ. Το θέμα είναι απλό, τα πρόσωπα λίγα: κυρίως η μητέρα και ο αφηγητής. Ωστόσο η επιμονή του συγγραφέα στον εσωτερικό κόσμο, η σωστή περιγραφή και απόδοση του ψυχικού δράματος της μητέρας, της Δεσποινιώς της Μιχαλιέσσας, η ηθική δοκιμασία της από τη συναίσθηση του αμαρτήματός της, υψώνουν το θέμα και το διήγημα σ’ ένα άλλο επίπεδο - όχι απλώς ρεαλιστικό. Γιατί όλα στο Αμάρτημα της μητρός μου υπηρετούν τον μέσα κόσμο, την αγωνία και το βάθος της ψυχής, τη συγκρατημένη έκφραση του πόνου της μητέρας. Έπειτα οι σχέσεις ανάμεσα στα πρόσωπα του διηγήματος είναι τόσο αληθινές, τόσο φυσικές, τόσο συγκινητικά και ουσιαστικά δοσμένες, ώστε το δράμα να υποβάλλεται αβίαστα, με ισορροπία και με μέτρο, χωρίς ακρότητες ή υπερβολές. Η πλαστική δύναμη του Βιζυηνού διακρίνεται επίσης εδώ: τα πρόσωπά του, και ιδίως η μητέρα, ζωντανεύουν θαυμάσια, μέσα σε λίγες γραμμές, ανάμεσα από ένα διάλογο που μπορεί και μας δίνει πάντα το καίριο - ό,τι αποκαλύπτει μια πτυχή της ψυχής. Η ευαισθησία του συγγραφέα συλλαμβάνει και τις παραμικρότερες κυμάνσεις της εσωτερικής ζωής, και η πλαστική και η αφηγηματική του ικανότητα τις μορφοποιούν και τις δικαιώνουν πεζογραφικά, κερδίζοντας και γοητεύοντας τον αναγνώστη. Το αμάρτημα της μητρός μου είναι ένα διήγημα με ζεστά συναισθήματα και πάθη, με ανθρωπιά και τρυφερότητα. Η τάση της μητέρας να υιοθετεί ολοένα μικρά κορίτσια δεν παρουσιάζεται ως έμμονη ιδέα, όπως γράφουν ο Αντώνης Γιαλούρης και ο Άλκης Θρύλος, δεν είναι δηλαδή απλή ιδιοτροπία ή ψυχική ιδιομορφία ούτε «μονομανίας αποτέλεσμα», αλλά βαθύτατη ανάγκη της ψυχής».
Σαχίνη Α., «Το διήγημα του Γ. Βιζυηνού», Επιστημονική Επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Περίοδος Α΄, 1968, Τόμος Ι΄, σ. 346-347.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου