Του Νίκου Κωνσταντάρα
Τα 30 δεκαοκτάχρονα κορίτσια και αγόρια που επισκέφθηκαν την «Κ» την περασμένη Πέμπτη θα μπορούσαν να είναι από άλλον πλανήτη. Τελειόφοιτοι του κολεγίου της Hillerod (πληθυσμός 30.570) της βόρειας Δανίας, σε λίγες μέρες θα αρχίσουν σπουδές στις κοινωνικές επιστήμες. Η χώρα τους είναι οργανωμένη και λειτουργική, με μια πολιτική κουλτούρα συνεργασίας, με πείρα στη διαχείριση της πολιτισμικής διαφορετικότητας, με πολλές ευκαιρίες για τους νέους της. Ηρθαν να μάθουν τι συμβαίνει στην Ελλάδα. Πώς, λοιπόν, να εξηγήσει κανείς κάτι τόσο πολύπλοκο και ξένο προς αυτούς όσο όταν μιλάμε για μια χώρα που βρίσκεται σε τέτοια οικονομική, πολιτική και κοινωνική ταραχή;
Πώς να εξηγήσει κανείς ότι όλα όσα ακούν τα τελευταία χρόνια είναι εν μέρει σωστά, αλλά δεν εξηγούν πώς μια σύγχρονη χώρα παρέλυσε ξαφνικά; Ναι, αρκετοί Ελληνες φοροδιαφεύγουν ώστε όλοι να έχουν πρόβλημα – αλλά τα πραγματικά θύματα είναι οι τίμιοι Ελληνες που όσο κι αν πληρώσουν, όσα κι αν στερηθούν, δεν μπορούν να καλύψουν τα κενά που αφήνουν η ασυδοσία των άλλων και η αδιαφορία του κράτους. Ναι, διαδοχικές κυβερνήσεις άφησαν τα έξοδα και τα χρέη να ξεφύγουν, ενώ στην Ε.Ε. δεν υπήρχε σοβαρός μηχανισμός να «τιμωρεί» χώρες-παραβάτες χωρίς να προκαλεί χειρότερα προβλήματα στις οικονομίες τους. Ναι, υπάρχει αντίσταση σε περικοπές και μεταρρυθμίσεις, αλλά η μεγάλη πλειοψηφία του λαού έχει υποστεί αιματηρές θυσίες, ενώ βλέπει ότι τα ελλείμματα διευρύνονται και η χώρα απειλείται συνέχεια με έξοδο από το ευρώ.
«Χρόνια τώρα, όσοι ενδιαφέρονταν γνώριζαν ότι υπήρχε πρόβλημα με τα ελλείμματα και το χρέος, ότι ήταν αναγκαίες οι μεταρρυθμίσεις», ξεκίνησα. Τους είπα για τις αναλύσεις της Τραπέζης της Ελλάδος, για τα άρθρα στην «Καθημερινή». «Αλλά ήταν δύσκολο να ξέρει κανείς πότε θα ήταν πλέον αδύνατο να συνεχίσουμε να δανειζόμαστε. Οταν ήρθε η ώρα της κρίσης, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει την έκταση της ζημιάς». Η Ελλάδα, είπα, ήταν σαν τον μαραθωνοδρόμο που, την ώρα που τρέχει, ξαφνικά πέφτει. Εκείνη την ώρα είναι δύσκολο να ξέρει κανείς το μέγεθος του προβλήματος. «Στην περίπτωσή μας, η οικονομία κατέρρευσε και βρέθηκε στην εντατική. Δεν ξέραμε τότε ότι όλα θα πάγωναν, ότι θα χρειαζόμαστε όλο και περισσότερα χρήματα για να κρατηθεί η οικονομία στη ζωή. Τώρα ζούμε με τις επιπτώσεις αυτής της παράλυσης: πρέπει σιγά σιγά να δυναμώσει ο οργανισμός και να αρχίσει να παράγει πάλι. Δεν ωφελεί να τον σπρώχνουμε να κάνει άλματα – αν μπορούσε, δεν θα βρισκόταν διασωληνωμένος. Αλλά αντιμετωπίζουμε και τις επιπτώσεις αυτής της κατάστασης».
Εξήγησα πως ένας στους τέσσερις εργαζομένους είναι άνεργος. «Στην ηλικία τη δική σας, ένας στους δύο. Αυτοί που εργάζονται έχουν υποστεί δραματικές περικοπές στα εισοδήματά τους, ενώ πληρώνουν όλο και υψηλότερους φόρους. Να ξέρετε, επίσης, ότι –όπως και στη δική σας χώρα– πάνω από το 50% του μισθού μας πάει σε ασφαλιστικές εισφορές και φόρο εισοδήματος, αλλά δεν έχουμε ούτε τα δημόσια νοσοκομεία ούτε τα σχολεία ούτε τις δικές σας κοινωνικές υπηρεσίες. Το κράτος μας δυσκολεύεται να πληρώσει μισθούς και συντάξεις και δεν πληρώνει τα χρέη του· επενδύσεις είναι ανύπαρκτες· οι τράπεζες δεν έχουν χρήματα· οι πολίτες δεν ξοδεύουν. Επιχειρήσεις κλείνουν. Οι νέοι ζητούν αλλού τις ευκαιρίες που η χώρα τους δεν τους προσφέρει. Το πολιτικό κέντρο έχασε την αξιοπιστία του, κατακερματίστηκε. Από οργή και φόβο, όλο και περισσότεροι πολίτες αναζητούν παρηγοριά στα άκρα – θέτοντας την κοινωνία σε νέες δοκιμασίες».
Η μεγάλη δυσκολία, είπα, είναι ότι η χώρα δεν είναι σαν ένα φλεγόμενο σπίτι, να μπορείς να το εκκενώσεις και είτε να το σώσεις είτε να το ξαναχτίσεις. «Βρισκόμαστε όλοι μαζί μέσα στο φλεγόμενο σπίτι. Ολα δοκιμάζονται. Ζούμε με τον φόβο και τη στέρηση. Η πολιτική σκηνή αλλάζει. Οι κρατικοί λειτουργοί, οι οποίοι ευθύνονται για μεγάλο μέρος του προβλήματος, πρέπει να λειτουργήσουν καλύτερα από πριν».
«Είστε πολύ απαισιόδοξος. Οι Ελληνες δεν μπορούν να κάνουν κάτι για όλα αυτά;», ρώτησε ένα αγόρι. Σκέφτηκα λίγο. «Ξέρετε», είπα, «μόνο οι Ελληνες μπορούν να σώσουν τη χώρα τους. Αυτό θα συμβεί όταν υπάρξει δικαιοσύνη – τιμωρία αυτών που κλέβουν και στήριξη αυτών που δουλεύουν. Η δικαιοσύνη βασίζεται στην ισότητα και η ισότητα είναι η βάση της Δημοκρατίας. Ισότητα ανάμεσα στους πολίτες, ανάμεσα στα έθνη – το δικό μου και το δικό σας. Η σημερινή δοκιμασία της Ελλάδας θέτει το μεγάλο ερώτημα της Ευρώπης: Ξέρουμε πού θέλουμε να πάμε; Θέλουμε ο ένας τον άλλον; Αν η απάντηση είναι “ναι”, τότε όλοι θα βρούμε τον δρόμο μας».
Η συζήτηση με αυτά τα παιδιά από τον Βορρά –το ενδιαφέρον τους, οι ερωτήσεις τους– με έκανε να αισθανθώ μια σχέση συγγένειας που δεν περίμενα.