Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

"Γλώσσα του σώµατος" του Δημήτρη Μαρωνίτη

 Η γλώσσα του σώµατος. Οχι το σώµα της γλώσσας. Γιατί υπάρχει µεταξύ τους µεγάλη διαφορά: η µία απόφαση είναι πραγµατική, η άλλη µεταφορική φυσική και δεσµευτική η πρώτη, προαιρετική και µεταφυσική η δεύτερη. Μ’ αυτό το µέτρο θα µπορούσε ίσως κάποιος να µοιράσει την ποίησή µας στα δύο: χρεώνοντας λόγου χάριν στη γλώσσα του σώµατος τον Σεφέρη, ενώ στο σώµα της γλώσσας τον Ελύτη. Οπως κι αν έχει το πράγµα, το δίληµµα είναι πώς βιώνουµε ή πώς φανταζόµαστε τις αντοχές της γλώσσας αν τις ορίζει ή όχι η αντοχή του σώµατος κάθε φορά.

∆εν µιλώ θεωρητικά. Εχω µπροστά µου δυο πρόσφατα βιβλία (ποίηση το ένα, διηγήµατα το άλλο) που υπερασπίζεται, καθένα µε τον τρόπο του, την πρώτη εκδοχή. Το ένα είναι του ποιητή Γιάννη Βαρβέρη: ύστατος λόγος, µετά από έντεκα συλλογές ποίησης, προτού η αντοχή του σώµατος εξαντληθεί ταυτόχρονα µε την αντοχή της γλώσσας. Τίτλος αµφίσηµος, ο οποίος στο πρώτο ποίηµα της µεταθανάτιας συλλογής (εκδόσεις Κέδρος 2011) εναλλάσσεται διαζευκτικά:

Πάντα ο τίτλος / είναι πρόβληµα. / Οµως εδώ το δίληµµα / βαρύνει εσένα. / Κατά την έκδοση / θα ’χεις εσύ αποφασίσει / ανάµεσα στα δύο: «Βαθέος γήρατος» / ή / «Υπνου βαθέος».

Εχω την αίσθηση πως ο αλησµόνητος φίλος Γιάννης Βαρβέρης είχε µοναδικό καηµό του, ζώντας και γράφοντας, τη γλώσσα του σώµατος, δοκιµάζοντας συνεχώς την αντοχή των δύο ορίων. Συµπτωµατικά και το δεύτερο βιβλίο, τα διηγήµατα του ∆ραµινού-Καβαλιώτη Κοσµά Χαρπαντίδη (αυτοσυστήνεται µε τέσσερις µόνον αράδες: «Γεννήθηκε το 1959, σπούδασε νοµικά και δικηγορεί από το 1986, έγραψε πέντε βιβλία σε πεζό, δύο θεατρικά αναλόγια κι επιµελήθηκε ένα λεύκωµα») φέρουν τον τίτλο Κρυφές Αντοχές (εκδόσεις Μεταίχµιο 2011). Φτάνει κάποιος να διαβάσει, όπως του αρµόζει, το πρώτο διήγηµα, που επιγράφεται «Κρυφές αντοχές δεν υπάρχουν», για να αισθανθεί πως όλα γίνονται και κρίνονται εδώ µε µέτρο τη γλώσσα του σώµατος. Κανείς ωστόσο δεν µπορεί να αποφασίσει εκ των προτέρων ως πού φτάνει η αντοχή των δύο όρων – ούτε ο ίδιος ούτε οι απέξω. Βέβαιο παραµένει πάντως πως κάποτε κόβεται το σχοινί, και τότε η γλώσσα του σώµατος θρυµµατίζεται, αφήνοντας πίσω της λευκά οστά που επιµένουν.

Ξαναγυρίζω τώρα στον φίλο ποιητή που έφυγε µιλώντας, σ’ όλη την εύθραυστη ζωή του, τη γλώσσα του σώµατος – του σώµατός του. Το επιβεβαιώνει εξάλλου κι αυτή η µεταθανάτια συλλογή, µοιρασµένη στα τρία: Α’ Αθήνα (37 ποιήµατα), Β’ Λουτράκι (17 ποιήµατα), Γ’ Αθήνα πάλι (20 ποιήµατα). Οπου το τελευταίο ποίηµα (επιγράφεται «Τίτλοι τέλους») µε ειρωνική αγωνία απορρίπτει τελικώς τον έναν όρο της διάζευξης: Ο,τι και να ’χει συµβεί / όχι όχι «Υπνου βαθέος» // Σε κάθε περίπτωση / έστω και σαν παράταση πλασµατική: / «Βαθέος γήρατος». Θυµίζω ότι στην Ιλιάδα Υπνος και Θάνατος εµφανίζονται συναδελφωµένοι. Τους αναθέτει ο ∆ίας το χρέος, σηκώνοντας στα χέρια (εξωραϊσµένο από τον Απόλλωνα) το σώµα του νεκρού Σαρπηδόνα, να το µεταφέρουν στην πατρίδα του τη Λυκία, για να το παραδώσουν στους δικούς του. Στην Οδύσσεια πάλι ύπνος και θάνατος κατά κάποιον τρόπο συµβάλλονται, προάγοντας τον νόστο του Οδυσσέα. Οταν ενύπνιος ο ήρωας µεταφέρεται στη δέκατη τρίτη ραψωδία από τους Φαίακες στην Ιθάκη, ο ποιητής παροµοιάζει τον βαθύ του ύπνο µε θάνατο: νήδυµος ύπνος επί βλεφάροισιν έπιπτε, / νήγρετος, ήδιστος, θανάτω άγχιστα εοικώς (σε µετάφραση: «αµέσως στου Οδυσσέα τα βλέφαρα έπεσε ο ύπνος ηδονικός, γλυκύτατος, αξύπνητος, σαν θάνατος»).

Μπορεί να θυµήθηκε αυτή την οδυσσειακή συναδέλφωση ύπνου και θανάτου ο Γιάννης Βαρβέρης (ένας από τους πιο σηµαντικούς ποιητές της γενιάς του εβδοµήντα) και φώναξε δύο φορές: όχι, όχι, υπονοώντας την υπέργηρη µάνα του. Εντέλει όµως ενέδωσε ο ίδιος στον θανάσιµο ύπνο.

Πάλι από σύµπτωση: τα είκοσι ένα διηγήµατα του Κοσµά Χαρπαντίδη αφιερώνονται στη µνήµη του Ιωάννη Κ. Χαρπαντίδη (1925-2011): εδώ ο γηραιός πατέρας φεύγοντας άφησε πίσω του τον γιο, στο φράγµα των πενήντα δύο χρόνων. Πρόκειται όντως για γενναία διηγήµατα, που συµπληρώνουν επάξια τόσο τα αφηγήµατα της πρώιµης δοκιµής ( Μανία πόλεως, 1993), όσο και προπαντός ένα καταλυτικό µυθιστόρηµα, µε τίτλο απρόβλεπτο: Τα δώρα του πανικού (Κέδρος 2006).

Οπου η γλώσσα του σώµατος, στο όριο της αντοχής της, προκύπτει σαν εφίδρωση πάνω στο δέρµα του κειµένου, χωρίς να γυρεύει την εύκολη συµπάθειά µας.

Η γλώσσα στη µοναξιά της γράφει, κι ο συγγραφέας απογράφει τα ίχνη που αφήνει πίσω της, κοιτάζοντας πού και πού το είδωλό του στον σπασµένο της καθρέφτη.
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=427522&h1=true

Δεν υπάρχουν σχόλια: