Του ΚΩΣΤΑ ΑΓΓΕΛΑΚΟΥ επίκουρου καθηγητή Παιδαγωγικών στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, διευθυντή του περιοδικού «Νέα Παιδεία»
Μέχρι σήμερα κυβερνήσεις και υπουργοί Παιδείας με τη συνδρομή μιας περιφερόμενης κουστωδίας «εξαρτημένων επιστημόνων» προσπαθούσαν να ωραιοποιήσουν την πραγματικότητα της ελληνικής εκπαίδευσης προβάλλοντας ως σημαντικές ασήμαντες αλλαγές ή ευτελείς «μεταρρυθμίσεις».
Παρακολουθούμε επί μία εικοσαετία και πλέον «απέλπιδες» προσπάθειες «αναβάθμισης» της εκπαίδευσης με επίκεντρο αποκλειστικά την αλλαγή του εξεταστικού συστήματος και μόνο ή την αναγόρευση επιμέρους προσεγγίσεων (όπως η διαθεματικότητα) σε πανάκεια για τη θεραπεία των εκπαιδευτικών μας δεινών.
Και ήλθε η επώδυνη οικονομική πραγματικότητα των δανειακών συμβάσεων και των μνημονιακών υποχρεώσεων να απομακρύνει κάθε μεταρρυθμιστική «φιοριτούρα». Κάθε καλόπιστος πολίτης θα περίμενε την κινητοποίηση των πάντων για τη διαμόρφωση και την υλοποίηση ενός επιστημονικά συγκροτημένου σχεδίου βελτίωσης της εκπαίδευσης, ώστε να αποτελέσει βασικό μοχλό εξόδου από την κρίση. Αντί γι' αυτό παρακολουθούμε μια στοχευμένη προσπάθεια άμεσης κατεδάφισης και των τελευταίων στηριγμάτων του εκπαιδευτικού οργανισμού (ολοήμερο σχολείο, απολύσεις και κατάργηση σύγχρονων ειδικοτήτων στην τεχνική εκπαίδευση, κατάργηση συμβουλευτικού επιστημονικού οργάνου -του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου- υποβάθμιση διοικητικής και ερευνητικής λειτουργίας των ΑΕΙ και ΤΕΙ κ.λπ.). Οι ίδιοι πολιτικοί φορείς με τα ίδια πρόσωπα που προώθησαν και «αξιοποίησαν» τους παραπάνω θεσμούς, έρχονται τώρα ανενδοίαστα, χωρίς σχέδιο, χωρίς στοιχειώδη τεκμηρίωση, να επιβάλουν ισοπεδωτικές καταργήσεις και άδικες διαθεσιμότητες!
Κορυφαίο δείγμα αυτής της συνειδητής απαξίωσης του σχολείου, ο πρόσφατος νόμος για το «νέο» Λύκειο. Με προπέτασμα την «αγωνία» και τις συνεχείς συζητήσεις για την πτώση των βάσεων αλλά με ουσιαστικό στόχο τη δραματική μείωση των αποφοίτων του Λυκείου, άρα και την «επιβαλλόμενη» συρρίκνωση των ΑΕΙ και ΤΕΙ, διαμορφώνεται ένας νέος εξεταστικός λαβύρινθος για μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικούς. Κανείς δεν θα είχε αντίρρηση να συζητήσει σοβαρά αυτά τα ζητήματα, όμως η υποκρισία και οι σκοπιμότητες είναι διάχυτες στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο.
Αναλυτικότερα δεν υπάρχει καμιά σοβαρή ανάλυση, πρόβλεψη, πρόταση, για το ουσιαστικό περιεχόμενο του σχολείου, ενάντια στις παρωχημένες γνώσεις που «μεταφέρει» στους σημερινούς νέους ούτε καν για τον τρόπο που το κάνει αυτό! Εντελώς ευεξήγητα στη σημερινή συγκυρία οι συντάκτες του νόμου φαίνονται βολεμένοι μ' ένα Λύκειο-σκιά του εαυτού του που στο γνωστικό πεδίο απαιτεί στείρα αναπαραγωγή της σχολικής ύλης, σε ιδεολογικό επίπεδο αδρανοποιεί αφού εξοβελίζει την τέχνη και τον πολιτισμό, ενώ σε οικονομικό επίπεδο κοστίζει λίγο στο κράτος αφού μεταφέρει το κόστος της εξεταστικής προετοιμασίας στις πλάτες της οικογένειας.
Δεν είναι τυχαίο ότι στο «νέο» Λύκειο η συζήτηση περιορίζεται σκόπιμα στις ώρες των μαθημάτων προκαλώντας φόβο στους εκπαιδευτικούς όλων των ειδικοτήτων για το επαγγελματικό μέλλον τους. Αντίθετα, τα αναλυτικά προγράμματα παραμένουν τα ίδια, τα σχολικά εγχειρίδια ίδια και μοναδικά(!), οι διδακτικές μέθοδοι απαράλλακτες, οι νέες τεχνολογίες περιττές!! Εισάγονται υποκριτικά μαθήματα (όπως η Πολιτική Παιδεία, που ούτε διδακτικό υλικό δεν έχει ετοιμαστεί) για την πολιτική διαπαιδαγώγηση των νέων, όταν το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα και τα καθεστωτικά ΜΜΕ επωάζουν το «αβγό του φιδιού» με ποικίλους τρόπους και προβάλλουν την αυταπάτη ότι με ένα πληκτικό μάθημα θα το συντρίψουν!
Μέχρι σήμερα ως ορθολογιστές επιστήμονες δεν πιστεύαμε, και σωστά, στις θεωρίες συνωμοσίας. Τώρα πια όμως είναι «ηλίου φαεινότερον» ότι σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες αλλά κυρίως στις χώρες του Νότου υπάρχει μια ενορχηστρωμένη επίθεση στην εκπαίδευση και στο μορφωτικό της περιεχόμενο. Η απάντησή μας πρέπει να είναι πολιτική, βασισμένη στην πίστη μας και στο πάθος μας για ουσιαστική παιδεία που θα εδράζεται τόσο στις κλασικές αξίες του ελληνικού και ευρωπαϊκού πολιτισμού-διαφωτισμού όσο και στις νέες επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις. Η πρό(σ)κληση απευθύνεται σε όλους τους πολίτες που επιθυμούν να δουν το μέλλον των ίδιων και των παιδιών τους συνυφασμένο με τις αρχές της αξιοπρέπειας και της ελεύθερης σκέψης, δηλαδή τις αρχές της ίδιας της δημοκρατίας. Κυρίως, όμως, απευθύνεται στους εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων, οι οποίοι καλό είναι να έχουν ως οδηγό τις ρήσεις ενός κορυφαίου σύγχρονου παιδαγωγού, του Paulo Freire:
«Ηεκπαιδευτική πράξη είναι μια πολιτική πράξη καθώς δεν είναι ουδέτερη, απαιτεί, λοιπόν, από τους εκπαιδευτικούς να την εκλάβουν ως πολιτική πράξη». «Το έργο του εκπαιδευτικού δεν περιορίζεται μόνο στην παράδοση της διδακτέας ύλης αλλά είναι πιο βαθύ και ουσιαστικό. Ο δάσκαλος διδάσκει ζητήματα κοινωνικότητας, επιθυμιών, συναισθημάτων, αξιών κ.λπ., όλα αυτά τα οποία μας βοηθούν να διαβάσουμε την ύπαρξή μας σαν να ήταν κείμενο και κατ' επέκτασιν να διαβάσουμε και να κατανοήσουμε τον κόσμο. Δεν μπορεί να διδάσκουμε την εξεταστέα ύλη σαν να μην υπάρχει τίποτε άλλο στον κόσμο».