Ὅταν ὁ Μανώλης, ὡς φρόνιμος νέος,
ἐκάθισεν εἰς τὸν ἔξω θάλαμον, ἀκούων μὲ μεγάλην ἡδονὴν τὸ πιπίρισμα τοῦ
βουτύρου εἰς τὸ τηγάνιον, αἰσθανόμενος τὴν κνῖσαν εἰς τοὺς ρώθωνάς του, ἐκάθισε
βλέπων ἔξω διὰ τοῦ παραθύρου, κρατῶν ἐπὶ τῶν γονάτων τὸ ἀναγνωσματάριον, τὸ
ὁποῖον εἶχεν ἀνοίξει ἀνάποδα ἐξ ἀπροσεξίας· ἤρχισε τότε νὰ μιαουρίζῃ τάχα ὡς νὰ
ἐδιάβαζε, καὶ ἦτον ἕτοιμος νὰ κάμῃ μεγαλοφωνότερον τὸ μορμύρισμά του, ἐὰν τυχὸν
ἔβλεπε τὸν πατέρα του ἐρχόμενον πρὸς τὴν οἰκίαν.
Ἤκουσε τὴν φωνὴν τῆς μητρός του:
― Μανώλη!
― Τί θέλεις, μάννα;
Πάραυτα ἐσηκώθη κ᾿ ἔτρεξεν εἰς τὸν
χειμερινὸν θάλαμον. Δὲν θὰ ἠρκεῖτο πλέον, ὅπως τὰς ἡμέρας ὅπου ἔλειπεν ὁ πατήρ
του, ἅμα ἦλθεν ἀπὸ τὸ σχολεῖον, νὰ πετάξῃ τὰ βιβλία του, ν᾿ ἀνοίξῃ μὲ κρότον τὸ
δουλάπι, νὰ στραβοκόψῃ τεμάχιον ἄρτου, νὰ σπρώξῃ ἀτάκτως πάλιν τὴν θυρίδα τοῦ
δουλαπίου, καὶ νὰ τὴν ἀφήσῃ μισοανοικτήν, ὄχι ἀσφαλῆ ἀπὸ τὰς ἐφόδους τῆς
γάττας· αὐτὴν τὴν φορὰν ὑπῆρχε κάτι καλύτερον.
―Ἀκόμα, μάννα, δὲν ἔγιν᾿ ἡ
τυρόπιττα;
―Ἄκουσε, παιδί μ᾿ Μανώλη, νὰ σ᾿ πῶ
ἕνα κρυφούτσικο· ξέρεις τὸν Γιαννιό, τὸν Κισσιώτη, ὅπου σ᾿ ἔστελνα κ᾿ ἐγέμιζες
τὴν μποτίλια κρασί;
― Πῶς.
― Νὰ πᾷς νὰ τοῦ πῇς…
― Νὰ μ᾿ δώσῃς τυρόπιττα…
― Τώρα, νὰ ψηθῇ πρῶτα… Ὅσο νὰ πᾷς
καὶ νὰ ᾽ρθῇς, θὰ γένῃ… Νὰ πᾷς νὰ πῇς τοῦ Κισσιώτη…
― Τί;
― Κεῖνα τὰ βερεσέδια, πές, ὅπ᾿ τοῦ
χρωστῶ, μὴν πιάσῃ, πές, τὸν πατέρα σ᾿ κ᾿ ἐγὼ θὰ κάμω νόμο-τρόπο*. Ἄκουσες;
― Ναί.
― Σῦρε, τρέχα γλήγορα, νὰ τ᾿ πῇς,
καὶ νὰ ᾽ρθῇς… Νά, ἔφτυσα…
Ἔκαμε σημεῖον ὡς νὰ ἔπτυεν ἐπὶ τῆς
παλάμης. Τὸ παιδίον ἐκοίταζεν ἀκόμη κατὰ τὸ τηγάνι.
― Δῶ ᾽μ᾿ πρῶτα, λιγάκι τυρόπιττα.
― Δὲν ἔγιν᾿ ἀκόμα… ὣς ποὺ νὰ ᾽ρθῇς
πίσω θὰ γένῃ… Τρέχα… πήγαινε… Μὴ περάσ᾿ ὁ πατέρας, καὶ τόνε πιάσῃ… Τ᾿ ἄκουσες,
τί σοῦ ᾽πα νὰ τ᾿ πῇς;
― Ναί.
― Πῶς θὰ τ᾿ πῇς;
― Νά κεῖνα τὰ βερεσέδια… μὴν τὰ πιάσ᾿
ὁ πατέρας… καὶ σὺ θὰ κάμῃς τὸν ὦμο τρόπο…
―Ὄχι μὴν τὰ πιάσ᾿ ὁ πατέρας… Αὐτὸς
νὰ μὴ πιάσῃ τὸν πατέρα σ᾿ καὶ τὰ γυρεύῃ… κ᾿ ἐγὼ θὰ τὰ πληρώσω. Κατάλαβες;
― Πῶς.
― Πήγαινε, τρέχα… νά ᾽χῃς τὴν εὐκή
μ᾿.
― Δῶ᾽ μ᾿ τυρόπιττα… Νά, τώρα ἔγινε,
νά, θὰ καῇ…
Ἡ Καραβοκυροὺ ἐγύρισε τὴν πίτταν ἀπὸ
τὴν ἄλλην πλευράν. Ἔπειτα ἐφύσησεν, ἐβίασε τὴν φωτιὰν καὶ μετὰ ἓν λεπτὸν τῆς
ὥρας καυμένην ἀπὸ τὴν μίαν πλευράν, μισοψημένην ἀπὸ τὴν ἄλλην, τὴν ἐκένωσεν εἰς
μέγα πινάκιον, καὶ ζεστὴν καυτήν, τὴν ἔκοψε κ᾿ ἔδωκε μέγαν κόμματον εἰς τὸν
υἱόν της.
Ὁ Μανώλης κρατῶν τὸ τεμάχιον τῆς
τυρόπιττας, καιόμενος, φυσῶν καὶ μεταφέρων ἀπὸ τὴν μίαν εἰς τὴν ἄλλην χεῖρα,
τὴν ἐδάγκανε, τὴν ἐμάσα, καὶ ἤρχισε νὰ καταβαίνῃ τὰ σκαλοπάτια τῆς οἰκίας.
Απόσπασμα από το διήγημα "Γυνή Πλέουσα" Αλ. Παπαπαδιαμάντη