Ο ψυχαναλυτής, λένε, είναι ένας φίλος που δεν σ’ αγαπάει. Οποιος έχει ξαπλώσει στο ντιβάνι ή έχει καθίσει στην πολυθρόνα της ανάλυσης, κατανοεί την ουσία αυτού του παράδοξου: αφήνεις τον εαυτό σου ελεύθερο να φλυαρήσει, να εξομολογηθεί εκ βαθέων, να βρίσει, να κλάψει, να γελάσει μέχρις δακρύων ή να σωπαίνει επί σαράντα πέντε συνεχή λεπτά σε έναν άνθρωπο που δεν πρόκειται ποτέ να σου πει «όλα θα πάνε καλά» και θα σου κάνει πατ-πατ στην πλάτη (πληρώνοντας από πάνω κι ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό). Ομως είναι ο «άνθρωπός σου» και αυτό ακριβώς χρειάζεσαι όταν παίρνεις τη μεγάλη απόφαση: όχι ενθάρρυνση ή συμβουλές, αλλά ένα ανθρώπινο GPS που σου δείχνει τον δρόμο, αλλά τη διαδρομή την κάνεις ουσιαστικά ολομόναχος. Οταν λοιπόν ζητήσαμε γραπτώς από τη Μαντλέν Μπαρενζέ να μας πει τι θα συμβούλευε κάποιον που επιθυμεί να ξεκινήσει ψυχανάλυση, αποκρίθηκε: «Θα τον συμβούλευα να κάνει ό, τι περνάει από το χέρι του για να πραγματοποιήσει τον στόχο του, ακόμη κι αν αυτό απαιτεί θυσίες».
«Εκνευριστική» απόκριση μιας τυπικής ψυχαναλύτριας: έμφαση στις θυσίες, στο τίμημα, στο κόστος, υλικό και συναισθηματικό, που περιλαμβάνει αυτό το μεγάλο, απρόβλεπτο ταξίδι. Και, σημειωτέον, η Μ. Μπαρανζέ μόνο τυχαία περίπτωση δεν είναι. Μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, απολαμβάνει βαθιάς εκτίμησης στη διεθνή ψυχαναλυτική σφαίρα. Γαλλίδα που έζησε και εργάστηκε στην Αργεντινή, η Μ. Μπαρανζέ έχει διαπρέψει τόσο ως ψυχαναλύτρια όσο και ως θεωρητικός. Μαζί με τον σύζυγό της, Βίλι Μπαρανζέ, έχει γράψει εκτενώς για το ιδιαίτερα δυναμικό πεδίο που δημιουργείται μέσα από τη διαπλοκή αναλυτή - αναλυόμενου.
Η μακροχρόνια ενασχόληση με την ψυχανάλυση ξεκίνησε για τη Μαντλέν και τον Βίλι Μπαρανζέ στην Αργεντινή, σημείο αφετηρίας τους όμως ήταν η πατρίδα τους, η Γαλλία, την οποία άφησαν για χάρη της λατινοαμερικανικής χώρας. «Εγκαταλείψαμε τη Γαλλία το 1946, όταν ο πόλεμος είχε πια τελειώσει», μας εξομολογήθηκε η Μ. Μπαρανζέ γραπτώς. «Αναμφισβήτητα, όλη εκείνη η περίοδος ήταν άκρως τραυματική για όλους όσοι τη ζήσαμε. Κυριαρχούσε μια έντονη συλλογική ανησυχία, αγωνία θα έλεγα, εξαιτίας της γερμανικής κατοχής. Το ζήσαμε, λοιπόν, όλο αυτό και μετά αποφασίσαμε με τον σύζυγό μου να εγκαταλείψουμε τη Γαλλία. Θέλω όμως να διευκρινίσω ότι δεν επρόκειτο περί απόδρασης – η Κατοχή είχε τερματιστεί. Ηταν όμως μια συνειδητή, από κοινού απόφαση να φύγουμε προκειμένου να γνωρίσουμε άλλες χώρες, άλλους πολιτισμούς, αρχικά ως απεσταλμένοι της γαλλικής κυβέρνησης σε πανεπιστημιακή αποστολή».
Η Μ. Μπαρανζέ ενηλικιώθηκε σε μια εποχή κατά την οποία η ψυχανάλυση ήταν κάτι νέο και επαναστατικό, ακόμα και τολμηρό. «Αρχικά, δεν είχα σκεφτεί να ασχοληθώ με την ψυχανάλυση, πόσω μάλλον να γίνω ψυχαναλύτρια. Ωστόσο, γνώριζα στο βάθος ότι με το που θα μου δινόταν η ευκαιρία, θα έκανα εγώ η ίδια ψυχανάλυση διότι δεν αισθανόμουν καθόλου καλά. Σε αντίθεσή με τον σύζυγό μου, ο οποίος είχε αποφασίσει από νωρίς ότι θα ασχοληθεί επαγγελματικά με την ψυχανάλυση, δεν είχα καμία πρόθεση να πράξω το ίδιο. Ευτυχώς όμως, η προσαρμογή μας στην Αργεντινή ήταν μια πολύ εύκολη και ανώδυνη υπόθεση, διότι αμέσως τύχαμε ιδιαίτερα θερμής υποδοχής, κυρίως από την ψυχαναλυτική κοινότητα».
«Δεν αγχώνομαι»Δεν είναι λίγοι οι ψυχαναλυτές σήμερα που αδυνατούν να εξηγήσουν επαρκώς γιατί η Αργεντινή υπήρξε μεταπολεμικά ένα τόσο εύφορο έδαφος για να ασχοληθεί κανείς με την ψυχανάλυση. Η αλήθεια όμως είναι ότι είχε ήδη δημιουργηθεί μια πολύ δραστήρια κοινότητα και υπό αυτή την έννοια, το ζεύγος Μπαρανζέ βρέθηκε στον ιδανικό τόπο τον κατάλληλο χρόνο. «Οταν φτάσαμε στην Αργεντινή δεν γνωρίζαμε καν τη γλώσσα, αλλά, ευτυχώς, όλοι οι καλλιεργημένοι άνθρωποι ήταν εξοικειωμένοι με τη γαλλική κουλτούρα», τονίζει η Μ. Μπαρανζέ, η οποία προσθέτει βέβαια ότι δεν ήταν πάντα ρόδινα τα πράγματα. Μόλις πριν από λίγα χρόνια, εξάλλου, η Αργεντινή πέρασε μιαν οξύτατη οικονομική κρίση. Αλλά η γηραιά πλην όμως δραστήρια ψυχαναλύτρια δεν δείχνει να πτοείται. «Από τότε που γεννήθηκα, ακούω συνεχώς να μιλούν για κρίσεις, συνεπώς προσπαθώ να προσαρμόζομαι στις συνθήκες και να μην αγχώνομαι με οικονομικά ζητήματα».
Οταν την πληροφορώ ότι μετά την έλευση της δικής μας οικονομικής κρίσης, οι μόνοι που δεν έχουν παράπονο είναι οι ψυχαναλυτές –δεδομένου ότι η κρίση φέρνει υπαρξιακά και άλλα άγχη– δεν ξαφνιάζεται. «Πολλοί θα ήθελαν να είχαν κάνει ψυχανάλυση τότε και στην Αργεντινή», υπογραμμίζει, «αλλά, όπως καταλαβαίνετε, δεν είχαν τα χρήματα για να το κάνουν».
«Η ψυχανάλυση είναι σήμερα ολοζώντανη»Αραγε, η Μαντλέν Μπαρανζέ πιστεύει ότι η ψυχανάλυση έχει ακόμα μέλλον;
«Πιστεύω ότι η ψυχανάλυση έχει μέλλον και ο χρόνος θα μας δείξει ποιο είναι αυτό. Αναλογιστείτε ότι η ψυχανάλυση έχει ήδη αποδείξει
ότι μπόρεσε να εξελιχθεί και να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Τα πράγματα γίνονται με φυσικό τρόπο. Κάτι που δεν εξελίσσεται είναι νεκρό και η ψυχανάλυση είναι ολοζώντανη».– Το θεωρητικό σας έργο πάνω στην ψυχανάλυση συναντά την αποδοχή πολύ μεγάλου μέρους της ψυχαναλυτικής κοινότητας. Πώς θα το συνοψίζατε;
– Κάνω ό, τι καλύτερο μπορώ για να εμβαθύνω στην κατανόηση τουανθρώπινου ψυχισμού, ανεξαρτήτως θεραπευτικών αποτελεσμάτων.
Ο στόχος είναι να υπάρξει καλύτερη γνώση του ανθρώπινου ψυχισμού. Το να σκέφτεσαι τα αποτελέσματα ως αυτοσκοπό μπορεί να είναι
εξαιρετικά επιβλαβές στην ψυχανάλυση.
– Μετά τον Φρόιντ υπήρξαν μεγάλοι ψυχαναλυτές; Το έργο τους μετέβαλε δραστικά ή απλώς συμπλήρωσε τις φροϊδικές προτάσεις;
– Η λίστα με τους σπουδαίους ψυχαναλυτές είναι τεράστια και αναφύονται συνεχώς καινούργιες ψυχαναλυτικές θεωρίες, που εξελίσσουν τις ιδέες του Φρόιντ.
Στη χώρα μας
Η Μαντλέν Μπαρανζέ (Madeleine Baranger) χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης στο διεθνές πεδίο της ψυχανάλυσης και θεωρείται από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του χώρου στην Αργεντινή και στην Ουρουγουάη. Εχει τη φήμη της ειδικού στον τομέα της επιστημονικής έρευνας, αλλά και σ’ εκείνον της πρακτικής. Εχοντας ως βάση την πλούσια κλινική εμπειρία της με ασθενείς, η Μ. Μπαρανζέ συνεχίζει να συνεισφέρει στη θεωρία της ψυχανάλυσης, κυρίως του αναλυτικού πεδίου, την οποία ανέπτυξε μαζί με τον σύζυγό της Βίλι Μπαρανζέ, κομβικής σημασίας στον κλάδο. Η Μαντλέν Μπαρανζέ είναι εγκατεστημένη από το 1946 στο Μπουένος Αϊρες της Αργεντινής και ήρθε στη χώρα μας με την ευκαιρία του 16ου Διεθνούς Συνεδρίου Ψυχανάλυσης.Το συνέδριο διοργανώθηκε από τη Διεθνή Ομοσπονδία Ψυχαναλυτικών Εταιρειών (IFPS), με την οργανωτική και επιστημονική ευθύνη της Ελληνικής Εταιρείας Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας. Φιλοξένησε περισσότερες από 150 ανακοινώσεις ψυχαναλυτών απ’ όλο τον κόσμο.