Χιονισμένο το σημερινό τοπίο, άνοιγμα οφθαλμών και η μέρα μας καλημέρισε με μια πραγματικά ευχάριστη έκπληξη. Οι περισσότεροι χαμογέλασαν σίγουρα και χάρηκαν σαν τα παιδιά την έλευση του χιονιά. Όμορφο είναι το χιόνι, σκεπάζει τα πάντα, ασπρίζει τις ασχήμιες, λειαίνει το τοπίο, κάνει πιο γοητευτικές τις γκρίζες μας πόλεις και το σίγουρο, παρά το άσπρο του χρώμα, δίνει τελικά πολύ χρώμα στη ζωή μας.
Το δικό μου μυαλό ανέσυρε αισθήσεις, ήχους, γεύσεις αλλά και ποιήματα που θα ταίριαζαν με τη σημερινή ημέρα. Ένας ποιητής που κάνει συχνά μνεία στο χιόνι είναι ο Μίλτος Σαχτούρης. Τα ποιήματά του συχνά έχουν ως τόπο δράσης τον ουρανό, με πρωταγωνιστές το φεγγάρι, το αίμα και πολύ συχνά τα ουράνια αυτά σκηνικά έχουν και χιόνι. Το χιόνι στην ποίησή του συνηθως παραπέμπει σε κάτι παγερό, ψυχρό αλλά συγχρόνως και σε μια αίσθηση γαλήνης, αγνότητας και ηρεμίας. Είναι εξάλλου διττή η φύση του. Εκείνο που προέχει στον ποιητικό κόσμο του Σαχτούρη είναι η εικόνα. Η υπεροχή της είναι αδιαμφισβήτητη. Η χρήση της εικόνας οφείλει να πηγαίνει πέρα από τη στεγνή καταγραφή της εξωτερικής πραγματικότητας. Η εικόνα αποκτά αυτόνομη ισχύ, δημιουργεί ένα εσωτερικό τοπίο, το οποίο αντανακλά εμπειρίες και βιώματα της καθημερινής ζωής.
Ως γνωστόν, ορμώμενος από αυστηρά προσωπικές εμμονές, ο Μ. Σαχτούρης εξέφρασε ανάγλυφα στην ποίησή του ένα αίσθημα άγχους και ασφυξίας γεμάτο εφιαλτικά σχήματα, οι προεκτάσεις του οποίου αγγίζουν διακριτικά αλλά καίρια το συλλογικό τραύμα ενός τόπου που δοκιμάστηκε επί σειρά ετών από τα γυρίσματα της Ιστορίας. Η φρίκη της Kατοχής, οι θηριωδίες του Εμφυλίου αποτελούν την αφετηρία μιας αμιγούς εσωτερικής διαδρομής. Αν υπάρχει μία θεματική στην ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη, αυτή ενδεχομένως να είναι ο διαρκής στοχασμός πάνω στην έννοια της οδύνης, στον πόνο ως βαθύτερη ουσία και μοίρα της ανθρώπινης ύπαρξης. Με συνέπεια μοναδική ο Μ. Σαχτούρης εδώ και μισό αιώνα χαρτογραφεί τα τοπία του εσωτερικού πόνου του σύγχρονου ανθρώπου, συχνά μάλιστα με ένα υποχθόνιο χιούμορ.
Ἡ νοσταλγία γυρίζει
Ἡ γυναίκα γδύθηκε καὶ ξάπλωσε στὸκρεβάτι
ἕνα φιλὶ ἀνοιγόκλεινε πάνω στὸ πάτωμα
οἱ ἄγριες μορφὲς μὲ τὰ μαχαίρια ἀρχίσαν
νὰ ξεπροβάλλουν στὸ ταβάνι
στὸν τοῖχο κρεμασμένο ἕνα πουλὶ πνίγηκε
κι ἔσβησε
ἕνα κερὶ ἔγειρε κι ἔπεσε ἀπ᾿ τὸ καντηλέρι
ἔξω ἀκούγονταν κλάματα καὶ ποδοβολητά
Ἄνοιξαν τὰ παράθυρα μπῆκε ἕνα χέρι
ἔπειτα μπῆκε τὸ φεγγάρι
ἀγκάλιασε τὴ γυναίκα καὶ κοιμήθηκαν μαζὶ
Ὅλο τὸ βράδυ ἀκουγόταν μιὰ φωνή:
Οἱ μέρες περνοῦν
τὸ χιόνι μένει
Τοπίο
-Ἕνα κορίτσι πνίγεται μέσα στὸ μαῦροἐγὼ ἀνεβαίνω σ᾿ ἕναν ἄσπρο οὐρανό
Μέσα στὸν ἔρημο χιονιὰ
ἕνας παπὰς κατάμαυρος μέσα στὴν παγωνιὰ
λίγα μαῦρα πουλιὰ σ᾿ ἕνα κλαδὶ
κι ἕνα μόνο λουλούδι
καὶ μιὰ φωνή:
-Ἐγὼ ἀνεβαίνω σ᾿ ἕναν ἄσπρο οὐρανὸ
μέσα στὸ μαῦρο πνίγεται ἕνα κορίτσι
DANTE GABRIEL ROSSETI
ΓΡΑΦΕΙ ΜΕ ΤΟ ΧΕΡΙ ΜΟΥ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ
Ἄκου!Σοῦ ἔλεγα τότε τὴν ἀλήθεια
τὴν ἤξερα τότε τὴν ἀλήθεια
– Ὄχι, μοῦ ἔλεγες
τὰ πουλιὰ φυτρώνουν
τὰ γουρούνια πετᾶνε
τὰ λουλούδια περπατᾶνε
οἱ ἄνθρωποι, λένε πάντα ψέματα
σοῦ ἔδειχνα ἕνα πουλὶ
ἔλεγες – Εἶναι λουλούδι
σοῦ ἔδειχνα ἕνα λουλούδι
ὄχι, ἔλεγες – Εἶναι πουλὶ
κι οἱ ἄνθρωποι λένε πάντα ψέματα
τώρα ἐγὼ βλέπω τὸ φεγγάρι
αὐτὸ τὸ σπασμένο σπαστικὸ
παιδὶ
ποὺ ὁ Ἰούλιος Βὲρν
ἔλεγε κάποτε:
– Οἱ ἄνθρωποι θὰ τὸ κατοικήσουν
βλέπω
αὐτὸ τὸ μεγάλο χιονισμένο φέρετρο
ποὺ ρίχνουν κάθε μέρα μὲ κρότο
πάνω του πρόκες
κι ἐπιμένουνε
νὰ τ᾿ ὀνομάζουν
ΓΗ
ἴσως νὰ εἶχες δίκιο τότε
γι᾿ αὐτὸ μπόρεσες καὶ ἔζησες
γι᾿ αὐτὸ μπόρεσα καὶ ἔζησα
ΑΥΓΗ
Ο ΝΕΚΡΟΣ ΤΙΣ ΓΙΟΡΤΕΣ
Ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνιασὰν πλησιάζουν τὰ Χριστούγεννα
(αὐτός) ὁ νεκρὸς γεννιέται μέσα μου
δὲ θέλει δῶρα
δὲ θέλει χρήματα
πάγο καὶ χρόνια
χιόνια καὶ πάγο
σκισμένα ροῦχα
ἀχνὰ παπούτσια
ὁ χρυσὸς νεκρὸς
θὰ βγεῖ ἔξω
δὲν τὸν γνωρίζει κανένας
τὸν ἀλήτη νεκρὸ
θὰ κάτσει στὸ πικρὸ καφενεῖο
νὰ πιεῖ τὸν καφέ του
κι ὕστερα πάλι
σὲ λίγες μέρες
ἥσυχα θὰ πεθάνει
(ὁ νεκρός)
ὅταν ἔρθει ὁ χρόνος
κι ὅλες οἱ ρόδες
κόκκινες ὅπως πρῶτα
θὰ γυρίζουν πάλι.
Ὁ Ἐλεγκτής
Ἕνας μπαξὲς γεμάτος αἷμαεἶν᾿ ὁ οὐρανὸς
καὶ λίγο χιόνι
ἕσφιξα τὰ σκοινιά μου
πρέπει καὶ πάλι νὰ ἐλέγξω
τ᾿ ἀστέρια
ἐγὼ
κληρονόμος πουλιῶν
πρέπει
ἔστω καὶ μὲ σπασμένα φτερὰ
νὰ πετάω.
ΧΙΟΝΙ
Χιόνι ποὺ πέφτει ἔξω!σὰν παγοπώλης τοῦ θανάτου
ὁ Θεὸς
μὲ κόκκινα ἀπ᾿ τὸν πυρετὸ
τὰ μάτια
Καπνὸς θεοῦ στὴ στέγη
οὐρλιάζει ἡ γυναίκα
στὸ κρεβάτι
σὰν παγωμένο περιστέρι
χιόνι ποὺ πέφτει ἔξω!
ΧΕΙΜΩΝΑΣ
Τί ὡραῖα ποὺ μαραθῆκαν τὰ λουλούδιατί τέλεια ποὺ μαραθῆκαν
κι αὐτὸς ὁ τρελὸς νὰ τρέχει στοὺς δρόμους
μὲ μιὰ φοβισμένη καρδιὰ χελιδονιοῦ
χειμώνιασε καὶ φύγανε τὰ χελιδόνια
γέμισαν οἱ δρόμοι λάκκους μὲ νερὸ
δυὸ μαῦρα σύννεφα στὸν οὐρανὸ
κοιτάζονται στὰ μάτια ἀγριεμένα
αὔριο θὰ βγεῖ στοὺς δρόμους καὶ ἡ βροχὴ
ἀπελπισμένη
μοιράζοντας τὶς ὀμπρέλλες της
τὰ κάστανα θὰ τὴ ζηλέψουν
καὶ θὰ γεμίσουν μικρὲς κίτρινες ζαρωματιὲς
θὰ βγοῦν κι οἱ ἄλλοι ἔμποροι
αὐτὸς ποὺ πουλάει τ᾿ ἀρχαῖα κρεβάτια
αὐτὸς ποὺ πουλάει τὶς ζεστὲς-ζεστὲς προβιὲς
αὐτὸς ποὺ πουλάει τὸ καυτὸ σαλέπι
κι αὐτὸς ποὺ πουλάει θῆκες ἀπὸ κρύο χιόνι
γιὰ τὶς φτωχὲς καρδιές
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_28/01/01_I7065160=I7065160=|01&01-0101!cod280101$38548.html
http://www.greece2001.gr/writers/MiltosSaxtouris.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου