Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

Από τη Δημουλά ...στο Σαίξπηρ

Καθώς κοιτούσα τη φετινή ύλη της Θεωρητικής Κατεύθυνσης και συλλογιζόμενη ότι η Δημουλά θα είναι χαρούμενη φέτος που τα ποιήματά της δε θα γίνουν αντικείμενο εξέτασης και δε θα "κατατεμαχιστούν" από εμάς τους φιλολόγους έκανα μια μεγάλη βόλτα στην ποίηση που ξεκίνησε από τη Δημουλά συνέχισε με το Μάνο Ελευθερίου και κατέληξε στο Σαίξπηρ....Μεγάλος περίπατος! Παραθέτω κάποια μέρη της ποιητικής αυτής περιπλάνησης.

Γη των απουσιών-Κική Δημουλά

Τώρα θὰ κοιτάζεις μία θάλασσα.

Ἡ διάθεση νὰ σὲ ἐντοπίσω
στὴ συστρεφόμενη ἐντός μου γῆ τῶν ἀπουσιῶν
ἔτσι σὲ βρίσκει:
πικρὴ παραθαλάσσια ἀοριστία.

Ἐκεῖ δὲν ἔχει ἀκόμα νυχτώσει
κι ἂς νύχτωσε τόσο ἐδῶ
τῶν τόπων οἱ κρίσιμες ὧρες
σπάνια συμπίπτουν.
Κάτι σὰν φῶς καὶ οὔτε φῶς,
ἡ ὥρα τοῦ ἐαυτοῦ σου ἔχει πέσει.

Χορεύουν φύκια
κάτω ἀπ᾿ τὸ τζάμι τοῦ νεροῦ.
Τὰ ρηχά, ἔχουν κι αὐτὰ
τὰ βάσανά τους καὶ τὰ γλέντια τους.

Τώρα θὰ ἔχουν λύσει τὰ μαλλιά τους
οἱ ἁγνὲς ἠσυχίες τριγύρω
μὲ τὴ σιωπή σου θὰ τὶς κάνεις
γυναῖκες σου ἐκπληρωμένες.
Ξαπλώνουν δίπλα σου.
Ἡ σκέψη σου στερεώνει σκαλοπάτια στὸν ἀέρα
κι ἀνεβαίνει. Σὲ κρατάει στὸ ράμφος της.
Ποῦ ξέρω ἐγὼ τὰ εὐαίσθητα σημεῖα τοῦ πελάγους
γιὰ νὰ σὲ καταλάβω;

Θὰ κοιτάζεις μία ἔρημη θάλασσα.
Τὸ βλέμμα σου δὲν παραλλάζει
ἀπὸ πλαγιὰ ποὺ γλυκὰ
καὶ μ᾿ ἀνακούφιση σκουραίνει
κατρακυλώντας μὲς στὴν ἀπομάκρυνση.
Ἀναπνέεις μὲ τὸ στέρνο τῶν μακρινῶν ἠρεμιῶν,
ποὺ ἔχω γι᾿ αὐτὲς διαβάσει
στοὺς πολύτομους κόπους ποὺ ἔδεσα.
Σ᾿ ἕνα ἀβαθῆ σου στεναγμὸ βούλιαξε ἕνα βαπόρι.
Δὲν θὰ ἤτανε βαπόρι. Θὰ ἤτανε σκιάχτρο
στὰ ὑγρὰ περβόλια τῆς φυγῆς
νὰ μὴν πηγαίνουν οἱ διαθέσεις
νὰ τὴν τσιμπολογᾶνε.

Ἡ τερατώδης τοῦ πελάγους δυνατότητα,
ἡ κίνηση τοῦ πλάτους,
φθάνει στὰ πόδια σου ἀφρός,
ψευτοεραστὴς στὰ πρῶτα βότσαλα.
Τοὺς σκάει ἕνα φιλὶ καὶ ξεμεθάει.

Τώρα, θὰ σοῦ ἔχουν πεῖ ὅ,τι εἶχαν νὰ σοῦ ποῦν
Οἱ ἀναδιπλώσεις τῶν κυμάτων
καὶ θὰ ἐπιστρέφεις κάπου.
Θὰ παίρνεις κάποιο χωματόδρομο,
μιὰ ἄλλη ἅπλα,
ἀλλοῦ γυμνὴ κι ἀλλοῦ ντυμένη μὲ βλάστηση.

Ἡ σκέψη σου, μετὰ ἀπὸ τόση θάλασσα,
κατέβηκε ἀπὸ γλάρος,
βάζει τὸ δέρμα τῆς προσαρμογῆς καὶ χάνεται.
Ὅπου εἶναι θάμνος, πράσινη
ὅπου σκοτεινό, σκοτεινή.
Ἐκεῖ ποὺ οἱ καλαμιὲς σπέρνουν ψιθύρους,
ψιθυριστή,
ὅπου περνάει ρίζα, ριζωμένη
ὅπου κυλάει ρυάκι, ρέουσα
κι ὅπου δαγκώνει ἡ πέτρα, πέτρινη.

Στὴν ψυχή σου δὲν φθάνει κανεὶς
οὔτε διὰ ξηρᾶς οὔτε διὰ θαλάσσης.

Αὐτὸ τὸ δισκίο,
τὸ ἀκουμπισμένο στὸ μαῦρο ἀτμοσφαιρικὸ τραπέζι,
ποὺ τὸ περνᾷς κι ἐσύ, ὅπως κι οἱ ἄλλοι, γιὰ φεγγάρι,
ἄσ᾿ το, δὲν εἶναι φεγγάρι.
Εἶναι τὸ βραδινό μου χάπι
τὸ ψυχοτρόπο.

Αναμονή-Μάνος Ελευθερίου

Έσβησα τα φώτα κι άναψα κεριά
Τράβηξα στην άκρη την κουρτίνα
να 'ρθει αεράκι σαν παλιό τανγκό
και πως δήθεν θα 'ρθεις σαν μια σερμαντίνα.

Κάθε γυρισμό σου τον σκηνοθετώ
και στολίζω μ'άστρα όλο το σπίτι
Κι όλο λέω θα 'ρθείς και ακροβατώ
κάπου ανάμεσα σ'ελπίδα και σε τύχη.

Έσβησαν οι ώρες μέσα στη σιωπή
σαν ρολόι μόλις ανασαίνω
Πότε θα 'ρθεις πάλι σαν αστραπή
Μηπως δεν υπάρχεις και άδικα προσμένω;


Sonnet XVIII 'Shall I Compare Thee To a Summers Day'
by William ShakespeareShall I compare thee to a summer's day?

Thou art more lovely and more temperate.
Rough winds do shake the darling buds of May,
And summer's lease hath all too short a date.
Sometime too hot the eye of heaven shines,
And often is his gold complexion dimmed;
And every fair from fair sometime declines,
By chance, or nature's changing course untrimmed.
But thy eternal summer shall not fade
Nor lose possession of that fair thou ow'st;
Nor shall death brag thou wand'rest in his shade,
When in eternal lines to time thou grow'st,
So long as men can breathe or eyes can see,
So long lives this, and this gives life to thee.

Δεν υπάρχουν σχόλια: