Μέρα που είναι, μέρα που έφτασε, δεν έχω να πω τίποτα περισσότερο από όσα σημείωσα την περασμένη Κυριακή. Οπότε παραμένει διαθέσιμος ο κρυφός λόγος της ποίησης, ο οποίος στις δύσκολες ώρες αναλαμβάνει τον ρόλο αμοιβαίας χειραψίας. Την προσφέρουν καλύτερα ποιητές που βρίσκονται στην άλλη όχθη και κοντεύουν να ξεχαστούν. Ας πούμε ο Λόρκα, που τον θυμήθηκε πρόσφατα ο Γιάννης Σουλιώτης, μεταφράζοντας με μεράκι αρχαιόφιλα και ερωτόφιλα ποιήματά του στον τόμο Ο Θάνατος του Πηγάσου (εκδόσεις Αρμός). Από όπου ο επόμενος, πεζόμορφος, «Σωκράτης», με τη μάσκα του σειληνού που του φόρεσε ο Αλκιβιάδης στο πλατωνικό Συμπόσιο, μοιρασμένος στα δυο. Πρώτο μισό:
«Ο φιλόσοφος έφτασε στον κύκλο των μαθητών. Στο κέντρο ήταν, κλειστό και φρέσκο από τη δροσιά των ματιών των νέων, ένα μεγάλο κρεμμύδι ιδεών. Ολοι τρόχιζαν τις γλώσσες τους και μάλωναν ποιος να το πρωτοξεφλουδίσει. Ενα αργό φεγγάρι χανόταν ανάμεσα στις φυλλωσιές.
Το κρεμμύδι άρχισε να γυρίζει. Οι φλούδες του, χρώμα χρυσού, χρώμα αμέθυστου, λαμποκοπούσαν τη στιγμή που τις τραβούσαν. Ο Σωκράτης γελούσε αινιγματικά. Οι μαθητές γελούσαν τυλιγμένοι στο κραμεζί της πίστης: το κρεμμύδι γέμισε χρυσά και μαύρα αστέρια σαν ουρανός ναού και όλοι έλεγαν "Εδώ είναι!". Μετά ο ιδανικός καρπός μίκρυνε μέχρι που εξαφανίστηκε σε πολύ λεπτές αόρατες γάζες, και όλοι έφυγαν. // Μακριά ο Λυσίας χασμουριόταν επάνω σε μια πυραμίδα ανέμου».
Δεύτερο μισό: «Ο φιλόσοφος έφυγε από τον κύκλο των μαθητών του. Το βράδυ σήκωσε τη μεταξωτή του σκηνή κι όλος ο ουρανός φαινόταν σκεπασμένος από μια πολύ λεπτή φλούδα κρεμμυδιού. Ο Σωκράτης είδε μια πυγολαμπίδα, ο Σωκράτης άκουσε ένα βατράχι, ο Σωκράτης είδε μια τεράστια πεταλούδα προς το Νότο, κι ένα μικρό κόκκινο φίδι τού φώτισε όλο το στήθος, σαν αίμα από τσεκούρι, σαν μια αντανάκλαση φλόγας. Υστερα χάθηκε στη λεωφόρο των ανέμων».
Αυτά ο Λόρκα. Στην άλλη άκρη του κάτω κόσμου αντιφωνεί ένας άλλος, ισότιμος ποιητής. Δικός μας αυτός, κι ας ξεχάστηκαν πέρσι τα τριάντα χρόνια του θανάτου του, μέσα στα άλλα φανταχτερά πανηγύρια. Πεισματωμένη με τον τρόπο της και γυμνή ακούγεται η δική του φωνή, στιχουργημένη και μοιρασμένη σε τέσσερις στροφές ενός «Νυχτερινού Μονολόγου», όπως τον φαντάστηκε (μεταξύ 1977 και 1980) ο μοναχικός Τάκης Σινόπουλος. Αντιγράφω επακριβώς:
«Γι' αυτό λοιπόν ξαφνικά οι πορείες / κι η βοή των λαών που σηκώνονται. / Ισως είναι το ακοίμητο μάτι της μνήμης. / Ισως είναι το αυτί στις πέτρες που ακούει. / Οταν άξαφνα αδειάζουν ως τα πέρατα οι δρόμοι. / Οταν η φωνή στον Αισχύλο. / Και φυσάει ο αέρας -σκοτεινές ιστορίες.
Τόσα χρόνια τι γαυγίζει το ορφανό σκυλί / στη διχάλα του δρόμου; / Τα σημάδια στο κορμί κι η παράλογη σκέψη/ την ακούς στο μυαλό. / Φαγωμένες οι λέξεις, ένα σύνθημα, ένα. / Πόσα παίρνει το μήνα ο χαφιές; / Πόσα παίρνεις εσύ; / Το 'να χέρι στην Αλβανία. / Το 'να πόδι στην Κατοχή. / Και τα λόγια που ξέρουν μονάχα το ψέμα. / Το μυαλό μπουκωμένο. / Το ψωμί το πικρό και πιο πέρα τανάλια η Ευρώπη / σκοτεινές ιστορίες.
Μη μου πεις γιατί μας εκάρφωσες τότε. / Είχε γίνει το μούτρο σου ο παλιός / ξεφτισμένος τοίχος που κατουράνε οι συνταξιούχοι / σκουπίδια και πέτρες. / Οι δικαστές ανεβαίνουν τη σκάλα / Και το ξέρεις όπως το ξέρω / το σκυλί που αλυχτάει στον έρημο τόπο / ό,τι κι αν πεις δεν είναι απόκριση / το 'να σχέδιο ξεσηκώνει το άλλο / ο ένας τύραννος / ετοιμάζει τον άλλο / σου πετάνε ένα κόκαλο - σκοτεινές ιστορίες.
Ποιος είσαι εσύ που περπατάς το δισάκι στον ώμο / παραμιλώντας. Χρόνο το χρόνο / σου σακατέψανε τη γενιά / προσκυνημένοι εμπόροι, χωροφύλακες. / Το μούτρο σου μια ζαρωμένη εφημερίδα / Κι εκείνο το νησί που αγάπησες / όλο το Αιγαίο μια σκάφη με σκατά. / Ο,τι κι αν πεις δεν είναι απόκριση / κι απ' τον Αισχύλο ως τον Σεφέρη να φυσάει ο αέρας / η λευτεριά που πάλεψες - σκοτεινές ιστορίες».
Η απόκριση κρέμεται δυο σελίδες πιο κάτω, τώρα πεζόμορφη, με το ποίημα «Ταξίδι». Μ' αυτό ας τελειώσει η δύσκολη μέρα:
«Στα σπλάχνα μου υπάρχει τώρα ένας μύλος, αλέθει το σκοτάδι της ηλικίας μου και δε σου λέω για τις φωνές που περπατάνε στο μυαλό, μήτε για κείνο το ποτάμι που περάσαμε προχτές και τα νερά του πλημμυρίζοντας από παντού τη μνήμη - εσύ, // κοιμόσουν και κυλήσανε χιλιάδες χρόνια που σε κράταγα κι ήμουν φτωχός και παγωμένος και κουράστηκε, ξεράθηκε το χέρι μου // ή ξαφνικά ένα τίναγμα στο κατακάθι της ψυχής // τι γύρευα, τι κράταγα από σένα;».
Οταν η πραγματική ποίηση διασταυρώνεται με την επικαιρότητα, τη βλέπει αλλιώς, σε άλλο βάθος.
Δεν θα σχολιάσω το παραπάνω δημοσίευμα, είναι σαφές και δυστυχώς τρομακτικό εύστοχο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου