Το κείμενο Κάθαρσις και τα λιγοστά άλλα λογοτεχνικά πεζά του
Καρυωτάκη, δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του. Αν και μικρής έκτασης κείμενα-δύσκολα θα τα ονόμαζε κανείς
διηγήματα-ολοκληρώνουν μια νέα άποψη για την πρόζα, τελείως αντίθετη από την
αναλυτική εκείνη των συγχρόνων του, καθώς και της γενιάς του ’30.
Οι κύριοι Άλφα, Βήτα, Γάμμα αποτελούν τους όρους του
κοινωνικού παιχνιδιού όπου βρίσκεται μπλεγμένος ο ποιητής. Για να φθάσει, να
επιτύχει δηλαδή κοινωνικά, έπρεπε να κολακέψει τον δυνατό Άλφα, να υποκριθεί
και να ραδιουργήσει με το Βήτα, να υποδουλωθεί στο Γάμμα. Και πριν απ’ αυτά να
συνεργασθεί στη συμμορία του Δέλτα, με
το ρουσφέτι και τη δωροδοκία, για τη
ληστεία που συνιστούν οι δοσοληψίες των αυτόνομων οργανισμών. Ο ποιητής
απορρίπτει τελικά το παιχνίδι και τους κανόνες του. Αυτός καθαίρεται από το
μόλυσμα καταφεύγοντας, καλύτερα, στην ερημιά, σε φρούρια, τείχη,
επάλξεις-σπάζοντας μεγάλα, ξερά χόρτα.
Η διάθεση του αφηγητή εμφανώς ειρωνική καταγγέλλει την
κατάσταση που προφανώς αποτελεί και προσωπική κατάθεση από την εμπειρία του
ποιητή ο οποίος εργαζόταν στο δημόσιο τομέα, καταλήγει στο τέλος σε ξέσπασμα
οργής και αγανάκτησης (Κανάγιες). Δυστυχώς, οι άνθρωποι που τον στοιχειώνουν
τον κυνηγούν και εκεί.
Εμφανώς, ο Καρυωτάκης θέλει να ξεφύγει από τις συμμορίες των
ανθρώπων που δρουν με πλάγιο και αναξιοκρατικό τρόπο. Αυτό το καταλαβαίνουμε
στη δεύτερη ενότητα (κανάγιες …η νύχτα) που χωρίζεται σε δύο μέρη.
Το κείμενο διαθέτει χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν στην
ποίηση, όπως ο εξομολογητικός χαρακτήρας και το πάθος στην αφήγηση. Εξάλλου,
τίποτε δε μαρτυρείται ευθέως αλλά δίνεται με υπαινικτικό τρόπο. Τέλος, δε
χρησιμοποιεί συγκεκριμένα ονόματα και ούτε πλάθει μια ιστορία. Πολύ σημαντική
στο κείμενο είναι η χρήση της μεταφοράς.
Αποσπάσματα από την τηλεοπτική σειρά της ΕΤ1, μια από τις πιο προσεγμένες παραγωγές που έχω δει στην ελληνική τηλεόραση.
http://www.youtube.com/watch?v=kty7MFGlUvg
http://www.youtube.com/watch?v=jcGNOj6TZyU
http://www.youtube.com/watch?v=ATDegDhlQZE
Υπέροχη εκπομπή από το Φρέντυ Γερμανό, προτείνω να την παρακολουθήσετε.
Βέβαια. Έπρεπε να σκύψω μπροστά στον ένα και, χαϊδεύοντας ηδονικά το μαύρο σεβιότ – παφ, παφ, παφ -, «έχετε λίγη σκόνη» να ειπώ «κύριε Άλφα».
Ύστερα έπρεπε να περιμένω στη γωνία, κι όταν αντίκριζα την κοιλιά του άλλου, αφού θα’χα επί τόσα χρόνια παρακολουθήσει τα αισθήματα και το σφυγμό της, να σκύψω άλλη μια φορά και να ψιθυρίσω εμπιστευτικά : «Αχ, αυτός ο Άλφα, κύριε Βήτα…»
Έπρεπε, πίσω από τα γυαλιά του Γάμμα, να καραδοκώ την ιλαρή ματιά του. Αν μου την εχάριζε, να ξεδιπλώσω το καλύτερο χαμόγελό μου και να τη δεχτώ όπως σε μανδύα ιππότου ένα βασιλικό βρέφος. Αν όμως αργούσε, να σκύψω για τρίτη φορά γεμάτος συντριβή και ν’αρθρώσω «Δούλος σας, κύριέ μου».
Αλλά πρώτα πρώτα έπρεπε να μείνω στη σπείρα του Δέλτα. Εκεί η ληστεία γινόταν από λαμπρούς, διεθνείς οιωνούς, μέσα σε πολυτελή γραφεία. Στην αρχή, δε θα υπήρχα. Κρυμμένος πίσω από τον κοντόπαχο τμηματάρχη μου, θα οσφραινόμουν. Θα είχα τρόπους λεπτούς, αέρινους. Θα εμάθαινα τη συνθηματική τους γλώσσα. Η ψαύσις του αριστερού μέρους της χωρίστρας θα εσήμαινε: «πεντακόσιες χιλιάδες». Ένα επίμονο τίναγμα της στάχτης του πούρου θα έλεγε: «σύμφωνος». Θα εκέρδιζα την εμπιστοσύνη όλων. Και, μια μέρα, ακουμπώντας στο κρύσταλλο του τραπεζιού μου, θα έγραφα εγώ την απάντηση: «Ο αυτόνομος οργανισμός μας, κύριε Εισαγγελεύ…»
Έπρεπε να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω. Τόσο που η μύτη μου να ενωθεί με τη φτέρνα μου. Έτσι βολικά κουλουριασμένος, να κυλώ και να φθάσω.
Κανάγιες!
Το ψωμί της εξορίας με τρέφει. Κουρούνες χτυπούν τα τζάμια της κάμαράς μου. Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει.
Σήμερα επήρα τα κλειδιά κι ανέβηκα στο ενετικό φρούριο. Επέρασα τρεις πόρτες, τρία πανύψηλα, κιτρινωπά τείχη, με ριγμένες επάλξεις. Όταν βρέθηκα μέσα στον εσωτερικό, τρίτο κύκλο, έχασαν τα ίχνη σας. Κοιτάζοντας από τις πολεμίστρες, χαμηλά, τη θάλασσα, την πεδιάδα, τα βουνά, ένιωθα τον εαυτό μου ασφαλή. Εμπήκα σ’ερειπωμένους στρατώνες, σε κρύπτες όπου είχαν φυτρώσει συκιές και ροδιές. Εφώναζα στην ερημία. Επερπάτησα ολόκληρες ώρες σπάζοντας μεγάλα, ξερά χόρτα. Αγκάθια κι αέρας δυνατός κολλούσαν στα ρούχα μου. Με ήβρε η νύχτα...
http://www.youtube.com/watch?v=jcGNOj6TZyU
http://www.youtube.com/watch?v=ATDegDhlQZE
Υπέροχη εκπομπή από το Φρέντυ Γερμανό, προτείνω να την παρακολουθήσετε.
Κάθαρσις
Κ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
Βέβαια. Έπρεπε να σκύψω μπροστά στον ένα και, χαϊδεύοντας ηδονικά το μαύρο σεβιότ – παφ, παφ, παφ -, «έχετε λίγη σκόνη» να ειπώ «κύριε Άλφα».
Ύστερα έπρεπε να περιμένω στη γωνία, κι όταν αντίκριζα την κοιλιά του άλλου, αφού θα’χα επί τόσα χρόνια παρακολουθήσει τα αισθήματα και το σφυγμό της, να σκύψω άλλη μια φορά και να ψιθυρίσω εμπιστευτικά : «Αχ, αυτός ο Άλφα, κύριε Βήτα…»
Έπρεπε, πίσω από τα γυαλιά του Γάμμα, να καραδοκώ την ιλαρή ματιά του. Αν μου την εχάριζε, να ξεδιπλώσω το καλύτερο χαμόγελό μου και να τη δεχτώ όπως σε μανδύα ιππότου ένα βασιλικό βρέφος. Αν όμως αργούσε, να σκύψω για τρίτη φορά γεμάτος συντριβή και ν’αρθρώσω «Δούλος σας, κύριέ μου».
Αλλά πρώτα πρώτα έπρεπε να μείνω στη σπείρα του Δέλτα. Εκεί η ληστεία γινόταν από λαμπρούς, διεθνείς οιωνούς, μέσα σε πολυτελή γραφεία. Στην αρχή, δε θα υπήρχα. Κρυμμένος πίσω από τον κοντόπαχο τμηματάρχη μου, θα οσφραινόμουν. Θα είχα τρόπους λεπτούς, αέρινους. Θα εμάθαινα τη συνθηματική τους γλώσσα. Η ψαύσις του αριστερού μέρους της χωρίστρας θα εσήμαινε: «πεντακόσιες χιλιάδες». Ένα επίμονο τίναγμα της στάχτης του πούρου θα έλεγε: «σύμφωνος». Θα εκέρδιζα την εμπιστοσύνη όλων. Και, μια μέρα, ακουμπώντας στο κρύσταλλο του τραπεζιού μου, θα έγραφα εγώ την απάντηση: «Ο αυτόνομος οργανισμός μας, κύριε Εισαγγελεύ…»
Έπρεπε να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω. Τόσο που η μύτη μου να ενωθεί με τη φτέρνα μου. Έτσι βολικά κουλουριασμένος, να κυλώ και να φθάσω.
Κανάγιες!
Το ψωμί της εξορίας με τρέφει. Κουρούνες χτυπούν τα τζάμια της κάμαράς μου. Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει.
Σήμερα επήρα τα κλειδιά κι ανέβηκα στο ενετικό φρούριο. Επέρασα τρεις πόρτες, τρία πανύψηλα, κιτρινωπά τείχη, με ριγμένες επάλξεις. Όταν βρέθηκα μέσα στον εσωτερικό, τρίτο κύκλο, έχασαν τα ίχνη σας. Κοιτάζοντας από τις πολεμίστρες, χαμηλά, τη θάλασσα, την πεδιάδα, τα βουνά, ένιωθα τον εαυτό μου ασφαλή. Εμπήκα σ’ερειπωμένους στρατώνες, σε κρύπτες όπου είχαν φυτρώσει συκιές και ροδιές. Εφώναζα στην ερημία. Επερπάτησα ολόκληρες ώρες σπάζοντας μεγάλα, ξερά χόρτα. Αγκάθια κι αέρας δυνατός κολλούσαν στα ρούχα μου. Με ήβρε η νύχτα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου