Ένα πρώτο στοιχείο που προσέχουμε
διαβάζοντας το διήγημα είναι ο ρόλος της φύσης και του καιρού στην εξέλιξη της ιστορίας.
Ο καιρός, χειμερινός, θα χαλάσει και το σύννεφα αβγατίζονται και σφίγγουν την
ψυχή του ανθρώπου.
Αξίζει να προσέξουμε την
αναλυτική περιγραφή του Παναγιωτάκη στη δεύτερη παράγραφο του κειμένου και τις υποθέσεις
του αφηγητή για το τι μπορεί να έχει συμβεί στον ήρωά του. Οι παρευρισκόμενοι
στο μαγαζί δε θέλουν να ασχοληθούν με τον Παναγιωτάκη και απορρίπτουν την
πρότασή του για κέρασμα και μάλιστα αυτή η απόρριψη συμβαίνει σταδιακά και
καταλήγει σε καυγά. Ο Παναγιωτάκης φαίνεται ότι έχει μια τεράστια ανάγκη για
επικοινωνία, με αποτέλεσμα να μην πτοείται από την περιφρόνηση που εισπράττει,
θέλει να δώσει στους άλλους ακόμη κι αν ξέρει ότι δε θα πάρει. Ο μαγαζάτορας
αρνείται πεισματικά να συνεργαστεί και απομακρύνει τον Παναγιωτάκη από το
μαγαζί. Μάταιη και η προσπάθεια να ζητήσει τσιγάρο από την παρέα στην ταβέρνα,
το αποτέλεσμα είναι να δεχτεί μια ήπια απομάκρυνση από το χώρο και να βρεθεί
έξω από τον Αγλέουρα. Ξαναμπαίνει στην ταβέρνα για να δεχτεί μια πιο βίαιη και
επιτακτική απομάκρυνση που θα τον κάνει να ξεσπάσει και να εκδηλώσει τη μοναξιά
του με σαφή και σπαρακτικό τρόπο. Δυστυχώς, ομολογεί ότι δεν έχει πού να πάει και
ότι το μόνο που ζήτησε ήταν να μοιραστεί ένα μεζέ με τους άλλους.
Η ψυχρότητα του χειμώνα δρα
παράλληλα με την ψυχρότητα και τη σκληρότητα των ανθρώπων που είναι μαζεμένοι
στην ταβέρνα. Η τελευταία παράγραφος έρχεται να αποκαλύψει την ήττα του
Παναγιωτάκη στην προσπάθειά του να προσεγγίσει τους άλλους, την αποδοχή της μοναξιάς
του και την παντελή έλλειψη φροντίδας προς το συνάνθρωπο που επιδεικνύει η
παρέα του αφηγητή. Το σίγουρο είναι ότι ο Παναγιωτάκης θα ψάξει αλλού να βρει
τη ζεστασιά, τη θαλπωρή, την προσέγγιση που αρμόζει σε έναν άνθρωπο.
Ο Παναγιωτάκης έτσι όπως παρουσιάζεται
είναι σίγουρο ότι προκαλεί τη συμπάθεια του αναγνώστη, ίσως ο αναγνώστης
δικαιώνει τον ήρωα του Καραγάτση, ίσως
με αυτό τον τρόπο ο Καραγάτσης να θέλει να φωτίσει τη μοναξιά του Παναγιωτάκη
και να την αποτρέψει. Το κείμενο είναι νατουραλιστικό και δείχνει πολύ ξεκάθαρα
τη σκληρότητα των ανθρώπων, την απόγνωση του Παναγιωτάκη και ξετυλίγει με πολύ
φως την αδυναμία του ήρωα να συνάψει δεσμούς, να καλλιεργήσει διαπροσωπικές
σχέσεις.
Αξίζει να δώσουμε έμφαση στο
πρόσωπο του Αγλέουρα και στη συμπεριφορά του, ίσως δεν είναι καθόλου τυχαία η
επιλογή του ονόματος αυτού. Ο Παναγιωτάκης προσφέρει και ο Αγλέουρας καταβροχθίζει
και παίρνει ό, τι μπορεί από τους άλλους και φυσικά δεν επιδεικνύει καμιά
ευαισθησία στον αδύναμο.
Ο συγγραφέας αφηγείται σε τρίτο
πρόσωπο, είναι ετεροδιηγηματικός και αφηγείται τα γεγονότα από τη σκοπιά του
κάθε ήρωα. Έτσι, ο αναγνώστης μπορεί να βγάλει μόνος του τα συμπεράσματα και να
βιώσει πιο έντονα την ιστορία του Παναγιωτάκη. Έχει ενδιαφέρον η χρήση του
ευθέος λόγου σε κάποια σημεία καίρια για την εξέλιξη της ιστορίας και το
λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί ο Παναγιωτάκης το οποίο έχει λόγιες λέξεις ,
παραφθαρμένες, μια ακόμη προσπάθεια του ήρωα να δείξει κάτι διαφορετικό από
αυτό που είναι.
Ένα είναι σίγουρο, ότι ο
Παναγιωτάκης υπάρχει καθημερινά γύρω μας και αποκλείεται από την κοινωνία με διάφορους
τρόπους και για διαφορετικούς λόγους. Η κοινωνική αναλγησία καταγγέλλεται με
περίτεχνο τρόπο από τον Καραγάτση και αποτελεί συχνό φαινόμενο της κάθε εποχής,
γεγονός που προσδίδει διαχρονικότητα στο διήγημα αυτό. Και για να εξελίξω τη
φράση του Σαρτρ «κόλαση για μας είναι οι άλλοι», θα προσθέσω ότι σε πολλές περιπτώσεις
μπορούν να γίνουν και ο παράδεισος. Οι άλλοι
μπορούν να αναδείξουν τη λέξη άνθρωπος και να της δώσουν την ουσιαστική της σημασία,
ένα τεράστιο ζητούμενο όλων των ανθρώπων και όλων των κοινωνιών σε κάθε εποχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου