Κυριακή 5 Ιουνίου 2011

Ο ποιητής Γιάννης Βαρβέρης


Ο,τι έπρεπε, ό,τι μπορούσε, μας το είπε
Της Τιτίκας Δημητρούλια*
«- Αρκετά μίλησα· / ό,τι έπρεπε / ό,τι μπορούσα / το είπα. / Κι ό,τι είπα / ό,τι ψιθύρισα / δεν ήταν παρά / ο φλοίσβος / ή η βροχή // αλλά ο φλοίσβος / ή η βροχή / καθώς χτυπούσαν πάνω μου.» (Απαντα, «Ο κύριος Φογκ»).
Αυτά είπε ο κύριος Φογκ και αποχώρησε, έγινε λίγη ομίχλη σε μια πολυθρόνα. Αυτά θα μπορούσε να έχει πει κι ο Γιάννης Βαρβέρης λίγο πριν γίνει λίγη ομίχλη σε κάθισμα νυχτερινού ταξί, σαν αυτά με τα οποία κάποτε κάλπαζε μες στην Αθήνα, «ρομαντικό ταξί μέσα στη νύχτα / σαν άμαξα δαιμονισμένη». Διότι η ποίηση του Βαρβέρη βούιζε πάντα από ήχους, της πόλης, των δρόμων, από τα αυτοκίνητα και τον ηλεκτρικό, τις κυλιόμενες σκάλες στην Ομόνοια, την παλιά Κορτίνα και τις νταλίκες της εθνικής. Σκάλωναν μέσα της φωνές και άσματα, παλιακά και νεότερα, ελληνικά και ξένα, ζάρια και ποτήρια, τρύπωνε ο Ραβέλ και ο Βιβάλντι και κουβέντιαζαν με τον Λεό Φερέ, τον πανταχού παρόντα, αλλά και τον Αττίκ, και τον Γούναρη, και τα σοφά σκυλάδικα. Πλαισίωναν δράματα πολλά, στημένα με εκτυφλωτικές αλλά αλαμπείς και αιχμηρές εικόνες. Αλλάζανε τα σκηνικά μαζί κι οι μάσκες, κι έμενε πάντα ένα «εγώ» ευάλωτο και πείσμον, να απογυμνώνει στο πέρασμα του χρόνου τον λόγο του, να ξαναγυρνά στην καβαφική λιτότητα που σφράγισε την πρώτη αρχή, της φαντασίας και του λόγου.
Παρόν το σώμα, μόνη πραγματικότητα κι αλήθεια, παρών ο λόγος, μόνη υπέρβαση του θνητού ανθρώπου που αντιμάχεται τη φθορά με άνισους όρους, τόσο άνισους στη δική του περίπτωση. Της αντιτάσσει το χιούμορ, το αποδομητικό μαύρο χιούμορ των υπερρεαλιστών, την ειρωνεία και τον αυτοσαρκασμό. Την παλεύει με τη βαθιά αποδοχή της εγκόσμιας φύσης του ανθρώπου, την οποία βεβαιώνει ο θάνατος. Λόγιος, εστέτ, κομψός, ιοβόλος όσο και τρυφερός, στοχαστικός και παιγνιώδης, ο Βαρβέρης δούλευε όλα του τα κείμενα, θεατρικές κριτικές, δοκίμια, μεταφράσεις, ποιήματα, με την ίδια πάντα λεπτουργία, που κατέληγε σε μια ιδιότυπη ανατρεπτικότητα, μέσα από μια γλώσσα που ζόρικα συναιρούσε το πλέον λόγιο στοιχείο με το αυθεντικότερο λαϊκό. Τις συναντήσεις μας μαζί του πια τις έχει ο ίδιος περιγράψει:
«- Εμάς του Δεύτερου Νεκροταφείου / δίπλα μας φευγαλέα / όταν το τρένο σας περνά / εμάς τα καντηλάκια των μνημάτων / κάθε φορά / ένας υπόγειος άνεμος / άνεμος σκοτεινός / μας σπρώχνει το κεφάλι / και προς το μέρος σας μας γέρνει / πιο πολύ…» (Ο ηλεκτρικός, «Αναπήρων πολέμου»).
* Η κ. Τιτίκα Δημητρούλια είναι κριτικός λογοτεχνίας, επίκουρη καθηγήτρια Γαλλικής Φιλολογίας στο ΑΠΘ.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_05/06/2011_444667



Δεν υπάρχουν σχόλια: