Κυριακή 5 Ιουνίου 2011

Με τα Ελληνικά μπορείς να πεις τα πάντα

Ο Βρετανός συγγραφέας Μπάρι Ανσγουορθ τονίζει ότι οφείλει πολλά στην παραμονή του στη χώρα μας πριν από μισόν αιώνα
Συνέντευξη στον Ηλία Μαγκλίνη
Το πρώτο του βιβλίο ο Βρετανός Μπάρι Ανσγουορθ άρχισε να το γράφει στην Ελλάδα. Ηταν στις αρχές της δεκαετίας του ’60 και ο Ανσγουορθ ζούσε στη χώρα μας διδάσκοντας αγγλικά στην Αθήνα. «Αρχικά είχα σκοπό να μείνω για λίγο», μας είπε όταν τον συναντήσαμε στο Κολλέγιο Derree της Αγίας Παρασκευής, όπου θα έδινε μια ομιλία, στο πλαίσιο του κύκλου διαλέξεων Κίμων Φράιερ. «Τελικώς έμεινα ένα χρόνο», συνέχισε. «Η διδασκαλία των αγγλικών μού έδινε το περιθώριο για περιπάτους και εκδρομές, αλλά και για γράψιμο».
Οπως ανέφερε και στην ομιλία του στο Deree, η πρώτη γραφή του πρώτου του μυθιστορήματος ολοκληρώθηκε «σε ένα νοικιασμένο σπίτι, στο Χορευτό. Το σπίτι βρισκόταν πάνω στην παραλία – η θάλασσα απείχε μόλις πενήντα μέτρα ή κάτι τέτοιο. Μπορούσες να διακρίνεις το περίγραμμα της Σκιάθου και της Σκοπέλου, κάποιες μέρες τις έβλεπες, κάποιες άλλες απλώς τις φανταζόσουν ότι ήταν εκεί. Αυτή η αλληλεπίδραση ανάμεσα στο πραγματικό και το επινοημένο, σε αυτό που γνωρίζουμε και σε αυτό που υποθέτουμε, έμελλε να αποκτήσει μεγάλη σημασία για μένα όταν στράφηκα στη συγγραφή ιστορικών μυθιστορημάτων, όταν προσπάθησα πλέον να διαχωρίσω το γεγονός από τη φαντασία μέσα από τις πολλαπλές εκδοχές του παρελθόντος. Είναι σε αυτή τη συγχώνευση, ή μάλλον στη σύγχυση, μια γόνιμη σύγχυση, που γεννιούνται οι μύθοι».
Ο Μπάρι Ανσγουορθ, συγγραφέας δημοφιλών ιστορικών μυθιστορημάτων όπως η «Ιερή πείνα», το «Νησί του Πασχάλη» (μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με πρωταγωνιστές τους Μπεν Κίνγκσλεϊ και Ελεν Μίρεν), «Χάνοντας τον Νέλσον» κ.ά., τονίζει ότι οφείλει πολλά σε εκείνη την παραμονή του στην Ελλάδα πριν από μισόν αιώνα. «Είμαι υποχρεωμένος απέναντι στην Ελλάδα, διότι εδώ αποφάσισα να ασχοληθώ με το ιστορικό μυθιστόρημα. Γιατί; Διότι η ίδια η χώρα με ώθησε να αισθανθώ το βάρος της Ιστορίας. Απέκτησα αυτό το αίσθημα της διάρκειας, της συνέχειας. Βρισκόμουν σε έναν πολιτισμό που είχε επιβιώσει και την ίδια στιγμή συντριβεί, που είχε πολεμήσει, είχε θριαμβεύσει μα και ηττηθεί, κι όλο αυτό, παρά τα χάσματα, ήταν μια συνέχεια. Απέκτησα αυτό το αίσθημα ότι όλα αυτά ήταν εδώ για πάντα. Ηθελα να γιορτάσω αυτή την αίσθηση γράφοντας ιστορικά μυθιστορήματα».
Αναφορές στον ΕμφύλιοΤα πρώτα μυθιστορήματα, ωστόσο, δεν ήταν ιστορικά, το δεύτερο όμως, με τον τίτλο «The Greeks have a word for it», διαδραματίζεται στη χώρα μας, στους κύκλους του Βρετανικού Συμβουλίου στην Αθήνα και περιέχει σαφείς αναφορές στην εποχή του Εμφυλίου. Τον ρωτάμε για τον αινιγματικό τίτλο: σε ποια ελληνική λέξη αναφερόταν; Γελάει. «Καλή ερώτηση. Δεν έχω ιδέα. Να πω την αλήθεια, άλλο τίτλο είχα επιλέξει, αλλά ο εκδότης μου με πήρε τηλέφωνο μια μέρα και μου είπε ενθουσιασμένος ότι ενώ ξυριζόταν σκέφτηκε αυτό τον τίτλο. Είναι όντως ένας θαυμάσιος τίτλος, διότι υποδηλώνει ότι με την ελληνική γλώσσα μπορείς να πεις τα πάντα».
Το πρώτο ιστορικό μυθιστόρημα ήρθε το 1980 και ήταν το «Νησί του Πασχάλη», το οποίο διαδραματίζεται σε ένα ελληνικό νησί την εποχή της παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. «Το νησί δεν κατονομάζεται στο βιβλίο, αλλά εγώ είχα στο νου μου τη Σάμο», μας πληροφορεί. «Οταν το βιβλίο μεταφέρθηκε στο σινεμά, έγιναν γυρίσματα στη Σύμη και τη Ρόδο. Και είχαμε το εξής πρόβλημα: οι Ελληνες κομπάρσοι δεν ήθελαν να φορέσουν τουρκικές στολές και φορεσιές και να σηκώσουν τουρκικές σημαίες, δεδομένου ότι το έργο διαδραματιζόταν επί τουρκοκρατίας. Χάθηκαν χιλιάδες δολάρια και πολλές μέρες γυρισμάτων μέχρι να πειστούν – με μια καλή αύξηση στον μισθό τους».
Το «Νησί του Πασχάλη» ήταν υποψήφιο για το βραβείο Μπούκερ, ήταν η αριστουργηματική «Ιερή πείνα» όμως, με θέμα το δουλεμπόριο κατά τον 18ο αιώνα, που κατέκτησε το βαρύτιμο έπαθλο – από κοινού, με τον «Αγγλο ασθενή» του Μάικλ Οντάατζε. «Η ιδέα της “Ιερής πείνας”», λέει ο συγγραφέας, «προήλθε από το κίνητρο για κέρδος, αυτή την ιερή πείνα, που προωθούσε τότε η κυρία Θάτσερ στη βρετανική κοινωνία. Τέτοιο κίνητρο είχαν και οι δουλέμποροι τον 18ο αιώνα. Η Αγγλία είχε τη μερίδα του λέοντος χρησιμοποιώντας το λιμάνι του Λίβερπουλ για να πηγαίνουν τα πλοία στη δυτική Αφρική. Βλέπουμε και σήμερα αυτό το κίνητρο για κέρδος πού μας έχει οδηγήσει. Γενικά, σημείο αφετηρίας για τα βιβλία μου είναι μια ιστορική περίοδος καμπής: οι εποχές της μεταβολής, της αλλαγής γίνονται ένα είδος καθρέφτη για εμάς σήμερα».
Σε αντίθεση με τους περισσότερους συγγραφείς ιστορικών μυθιστορημάτων, και με εξαίρεση το βιβλίο του με θέμα μια απόκρυφη πτυχή του λόρδου Νέλσον, ο Ανσγουορθ δεν επιλέγει ως ήρωές του μεγάλες προσωπικότητες της Ιστορίας. Προτιμά τους αφανείς, τους ανώνυμους. «Μου δίνει μεγαλύτερη ελευθερία από το να ασχολούμαι με βασιλείς, πρωθυπουργούς, στρατηγούς. Εχουν γραφεί πολλά γι’ αυτούς έτσι κι αλλιώς. Εξ άλλου, με απασχολεί το πώς η Ιστορία εισβάλλει στον ατομικό άνθρωπο, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν το καταλαβαίνει. Θα σας πω το εξής: ήμουν εννέα ετών, το 1939, όταν ξέσπασε ο πόλεμος. Στη βορειοανατολική Αγγλία ήμουν όταν έπεφταν οι γερμανικές βόμβες, κοντά στα σύνορα με τη Σκωτία. Είχαμε καταφύγια σε κάθε σπίτι, που στην ουσία δεν χρησίμευαν και σε πολλά, ψυχολογικό ήταν το θέμα κυρίως. Θυμάμαι τους προβολείς στον νυχτερινό ουρανό, να ψάχνουμε για κομμάτια από τις βόμβες, τα κρατάγαμε για σουβενίρ. Ωστόσο, δεν είχαμε καμία αίσθηση της Ιστορίας και της μεγάλης αλλαγής που συντελούνταν ολόγυρά μας, ζούσαμε απλώς την κάθε μέρα. Αυτό συμβαίνει λοιπόν: ζεις τη ζωή σου, έχεις να επιβιώσεις, έχεις σκοτούρες, την ίδια στιγμή όμως μπορεί η Ιστορία, ανυποψίαστα, να σε αλλάζει δραστικά – όπως συμβαίνει και σήμερα με την οικονομική κρίση. Η σπουδή της Ιστορίας είναι μια διεργασία σοφίας, κατόπιν εορτής όμως».
Το επόμενο βιβλίο του Ανσγουορθ θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο. Διαδραματίζεται στη βορειοανατολική Αγγλία στις απαρχές της βιομηχανικής επανάστασης. Ουσιαστικά, είναι μια επιστροφή στην ιδιαίτερη πατρίδα του. «Γεννήθηκα λίγο πιο έξω από το Ντάραμ της βοειοανατολικής Αγγλίας. Προέρχομαι από οικογένεια ανθρακωρύχων και πάντα ήθελα να γράψω γι’ αυτή την κοινότητα. Και πάλι επέλεξα μια εποχή που βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο: το πέρασμα στη βιομηχανική εποχή. Οπως οι μαύροι δούλοι στην “Ιερή πείνα”, έτσι και αυτοί οι άνθρωποι, μολονότι ελεύθεροι κατά τα άλλα, εργάζονταν σαν σκλάβοι, κάτω από άθλιες, απάνθρωπες συνθήκες. Αυτό είναι ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας του παγκόσμιου καπιταλισμού: οι δούλοι έκαναν καλό για τη ναυτιλία μας, τα ορυχεία για τη βιομηχανία μας. Πάντα ο σκοπός να αγιάζει τα μέσα, όλα χάριν του ωφελιμισμού».
Δημοφιλή ιστορικά μυθιστορήματαΟ Μπάρι Ανσγουορθ γεννήθηκε το 1930 στη βορειοανατολική Αγγλία και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ. Εχει εργαστεί στη Γαλλία, την Ελλάδα και την Τουρκία. Εχει στο ενεργητικό του δεκαπέντε μυθιστορήματα, στην πλειονότητά τους με ιστορική θεματολογία. Ηταν τρεις φορές υποψήφιος για το βραβείο Μπούκερ. Το κέρδισε το 1992 για την «Ιερή πείνα» (Νεφέλη).
Από τις εκδόσεις Νεφέλη κυκλοφορούν επίσης: «Θρησκευτικό δράμα», «Ρουμπίνι στον αφαλό», «Τα τραγούδια των βασιλέων», «Το νησί του Πασχάλη», «Χάνοντας τον Νέλσον».
Από τις εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορεί το «Μετά τον Αννίβα» και από τις εκδόσεις Πατάκη «Η γη των θαυμάτων».
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_05/06/2011_444649

Δεν υπάρχουν σχόλια: