Από τη μαθήτρια Ανδρεάδη Ε.
«Ανυπόταχτη Πολιτεία»
Γιάννης Ρίτσος
Η «ανυπόταχτη πολιτεία» γράφτηκε από τον Αύγουστο του 1952 μέχρι τον Φεβρουάριο του 1953, όταν ο Γιάννης Ρίτσος επέστρεφε από τον Αϊ Στράτη όπου είχε εξοριστεί. Ο ποιητής γυρνώντας πίσω αντικρίζει μία Αθήνα διαφορετική απ’ όταν την άφησε. Η πολιτεία, καθόλου ανυπόταχτη πλέον, συνεχίζει την ζωή της μέσα στις καινούριες συνθήκες όπου λίγα πράγματα θυμίζουν τους αγώνες και δικαιώνουν τις θυσίες των προηγούμενων χρόνων. Είναι όμως ακόμη η Αθήνα των τίμιων δουλευτών, με τις φουφούδες να εξακολουθούν να ψήνουν καλαμπόκι στο δρόμο και την επαναστατική της δύναμη ενεργή αν και κρυμμένη ανάμεσα στη φτώχεια και την δυστυχία. Οι οικονομικά ισχυροί εκμεταλλεύονται τους αδύναμους κάτι που προκαλεί την οργή των πολιτών, αν και φαινομενικά δεν αντιδρούν. Αυτή είναι και η διαφορά ανάμεσα στην πολιτεία του σήμερα και του χθες.
Ο ποιητής οργίζεται με τους συμβιβασμένους και τους βολεμένους, αυτούς που ξαφνικά ξέχασαν όλους τους αγώνες και προσαρμόστηκαν στα νέα δεδομένα, αυτούς που επέτρεψαν την ξενοκρατία να ριζωθεί βαθιά μέσα στην πολιτεία. Παρόλα αυτά παραμένει αισιόδοξος. Παρά την δυστυχία που επικρατεί, ακούγεται ακόμη το τρίξιμο μιας πόρτας που θα ανοίξει σε καλύτερες μέρες ενώ ένα κορίτσι βρίσκει τη δύναμη και χαμογελάει στους εργάτες που περνούν στους δρόμους.
Ο ποιητής αναρωτιέται αν υπάρχει άλλη πολιτεία πιο ασκημένη στο θυμό, τον έρωτα και στην πείνα και την ρωτάει πότε επιτέλους θα διαβάζουν τις πινακίδες της στα ελληνικά. Δεν κρύβεται, αλλά τους κατηγορεί όλους για την κατάσταση της Αθήνας και τους καλεί να βοηθήσουν την πόρτα που τρίζει να ανοίξει για να ανατείλει ένας καλύτερος και φωτεινότερος κόσμος.
ΔΟΜΗ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
Το ποίημα δε μπορεί να χωριστεί σε ενότητες και να αντιμετωπιστεί παραδοσιακά, γιατί δεν παρακολουθούμε μία ιστορία να εξελίσσεται αλλά διαφορετικές απόψεις που μπλέκονται μεταξύ τους ώστε να μπορέσει ο ποιητής να εκφράσει αυτά που σκέφτεται.
Όσον αφορά στη δομή του ποιήματος παρατηρείται κάποια χαλαρότητα ενώ στην έκφραση ποικιλία εκφραστικών μέσων τα οποία εξυπηρετούν το τελικό αποτέλεσμα. Στο ποίημα υπάρχουν πλήθος εκφραστικών μέσων όπως μεταφορές, παρομοιώσεις, εικόνες, προσωποποιήσεις Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο ποιητής είναι προσεγμένη δημοτική, χωρίς δύσκολες εκφράσεις και ιδιωματισμούς, κάτι που κάνει το ποίημα κατανοητό. Επιπλέον, το ύφος είναι λυρικό, παραστατικό αλλά και ειρωνικό στα σημεία όπου αναφέρεται στους βολεμένους και συμβιβασμένους ανθρώπους.
Ο στίχος είναι ελεύθερος και δεν υπάρχει ούτε συγκεκριμένος αριθμός συλλαβών, ούτε ομοιοκαταληξία.
Ρεύματα
Αν θέλαμε να εντάξουμε κάπου τα ποιήματα του Ρίτσου, τότε θα τα εντάσσαμε στην Νεότερη ποίηση. Ο Ρίτσος ανήκει στο λογοτεχνικό ρεύμα του συμβολισμού και του υπερρεαλισμού. Χαρακτηριστικό του Συμβολισμού είναι ότι τα πράγματα είναι σύμβολα ψυχικών καταστάσεων. Στην «ανυπόταχτη πολιτεία» βλέπουμε πως η πόρτα που τρίζει και πρέπει να ανοίξει, είναι σύμβολο μιας καινούριας αρχής και ενός καλύτερου αύριο για τους πολίτες. Η θλίψη του ποιητή μεταφέρεται σε εμάς μέσω των εικόνων που αντικρίζει γύρω του. Από την άλλη, χαρακτηριστικό του υπερρεαλισμού είναι ότι ο ποιητής δεν γράφει το ποίημα με κάποια συγκεκριμένη μορφή, κάτι που φαίνεται και στο ποίημα του Ρίτσου όπου η γραφή είναι αυτόματη. Επίσης, στην «Ανυπόταχτη πολιτεία» παρατηρείται απόλυτη ελευθερία στο λεξιλόγιο και στην στιχουργική το οποίο είναι και αυτό βασικό χαρακτηριστικό του υπερρεαλισμού.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΟΙΗΤΗ
Ο Γιάννης Ρίτσος (Μονεμβασιά 1 Μαΐου 1909 - Αθήνα 11 Νοεμβρίου 1990) ήταν Έλληνας ποιητής. Δημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα και μελέτες. Πολλές μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν το έργο του.
Το 1921 άρχισε να συνεργάζεται με τη «Διάπλαση των Παίδων». Συνεισέφερε επίσης ποιήματα στο φιλολογικό παράρτημα της «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας» του Πυρσού. Το 1934 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Τρακτέρ», ενώ ξεκίνησε να δημοσιεύει στο «Ριζοσπάστη» τη στήλη «Γράμματα για το Μέτωπο». Την ίδια χρονιά γίνεται μέλος του ΚΚΕ, στο οποίο παρέμεινε πιστός μέχρι το θάνατό του.
Το 1935 κυκλοφορούν οι «Πυραμίδες», το 1936 ο «Επιτάφιος» και το 1937 «Το τραγούδι της αδελφής μου». Έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ενώ κατά το χρονικό διάστημα 1948-1952 εξορίστηκε σε διάφορα νησιά. Συγκεκριμένα συλλαμβάνεται τον Ιούλιο του 1948 και εξορίζεται στη Λήμνο, κατόπιν στη Μακρόνησο (Μάης 1949) και το 1950 στον Άι Στράτη. Μετά την απελευθέρωσή του τον Αύγουστο του 1952 έρχεται στην Αθήνα και προσχωρεί στην ΕΔΑ.
Το 1954 παντρεύεται με την παιδίατρο Γαρυφαλλιά Γεωργιάδη κι ένα χρόνο αργότερα γεννιέται η κόρη τους Ελευθερία. Το 1956, τον ίδιο χρόνο δηλαδή, τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος».
Το 1968 προτάθηκε για το βραβείο Νομπέλ. Το 1975 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1977 τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης του Λένιν.
Χαρακτηριστικά ποίησης
Η ποίηση του Ρίτσου διακρίνεται για το πηγαίο αίσθημα, την άνεση και το πλάτος του λυρικού λόγου της και την τεχνοτροπική της πολυμορφία. Ο Ρίτσος αντλεί την έμπνευση και τα θέματα του από την παιδική και την εφηβική του ηλικία, από την παράδοση και από τους κοινωνικούς αγώνες.
Σχόλια
Διαβάζοντας το ποίημα, ταυτίστηκα με τον Ρίτσο και μπόρεσα να κατανοήσω το θυμό του. Η Αθήνα, αυτή η πόλη που πολέμησε τόσο σκληρά να διώξει του Γερμανούς, ξέχασε όλους τους αγώνες και βολεύτηκε σε μία κατάσταση. Ο Ρίτσος όντας αγωνιστής δε μπορεί να το δεχτεί αυτό. Γυρνώντας πίσω περίμενε να αντικρύσει μία νέα, ελεύθερη Αθήνα. Βλέποντας όμως ότι οι Γερμανικές πινακίδες στους δρόμους και στα μαγαζιά αντικαταστάθηκαν με Αμερικάνικες και όχι με ελληνικές, είναι λογικό να θλίβεται γιατί φαίνεται ότι οι αγώνες των ανθρώπων πήγαν χαμένοι.
Το ποίημα του Ρίτσου θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει και την σημερινή ελληνική πραγματικότητα. Η Αθήνα του Ρίτσου, μοιάζει εντυπωσιακά με την Αθήνα του σήμερα αφού η φτώχεια και η οργή των αδύναμων για την εκμετάλλευση τους από τους ισχυρούς κυριαρχούν. Όμως, οι σημερινοί έλληνες μοιάζουν να έχουν ξεχάσει τους αγώνες των προγόνων τους και στέκονται ανίκανοι να κάνουν κάτι για να προστατέψουν τον πολιτισμό τους και να διαφυλάξουν τις παραδόσεις και τις αξίες τους. Οι ταμπέλες εξακολουθούν να είναι γραμμένες στα Αμερικάνικα αλλά οι ξένοι έχουν εισχωρήσει ακόμη βαθύτερα, λαμβάνοντας ουσιαστικά αυτοί τις αποφάσεις για την διοίκηση της χώρας. Από την άλλη, πολλοί έλληνες οι οποίοι στο παρελθόν ήταν μεγάλοι αγωνιστές και υπόσχονταν ένα καλύτερο αύριο, είναι αυτοί που σήμερα κερδοσκοπούν από αυτήν την κατάσταση ενώ θα μπορούσαν να ηγηθούν του αγώνα και να εκπληρώσουν την υπόσχεση που έδωσαν μερικά χρόνια πριν.
Παρόλα αυτά ο Ρίτσος βλέπει ότι η επαναστατική δύναμη των πολιτών δεν έχει σβήσει αλλά βρίσκεται καλά κρυμμένη, έτοιμη να αναζωπυρωθεί και να διεκδικήσει ένα καλύτερο αύριο. Γι’αυτό είναι και αισιόδοξος για το μέλλον και μαζί με αυτόν είμαι και εγώ αισιόδοξη ότι κάποια στιγμή όλοι οι Έλληνες θα ανοίξουμε την πόρτα που τρίζει και θα ζήσουμε τη ζωή που μας αξίζει.
1 σχόλιο:
εύγε!
ένα βήμα μπροστά και η Ευαγγελία!
Δημοσίευση σχολίου