Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

Για να φτιάξουμε τη διάθεσή μας!


Στο άγαλμα της ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο


Εθνική αυτογνωσία!

Ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας σήμερα; Το έλλειμμα και το χρέος; Η φοροδιαφυγή; Τα σκάνδαλα που μένουν ατιμώρητα; Οι πολιτικοί που «μας κορόιδεψαν»; Σίγουρα κάποιο από αυτά είναι ή και όλα μαζί. Αν το δούμε, όμως, κάπως αλλιώς, ίσως καταλήξουμε στο πρόβλημα που περιγράφεται με τις λέξεις «αυτογνωσία» και «ειλικρίνεια». Η απουσία τους, ίσως, συνιστά το μεγαλύτερο πρόβλημά μας. Διαχρονικά ναι, αλλά σήμερα, στην καρδιά της κρίσης, η σημασία τους μπορεί να αποβεί καθοριστική, κυρίως ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ.
Κι αυτό το μέλλον δεν το καθορίζουν μόνον οι πολιτικοί. Το καθορίζουν και οι πολίτες με τη συμπεριφορά και τις αποφάσεις τους. Όλοι εμείς.
Η Ελλάδα έζησε τα τελευταία 30 χρόνια σε συνεχή ανοδική πορεία για το μεγαλύτερο  κομμάτι του πληθυσμού της. Και όταν έρχονταν στιγμές που κάποια πράγματα δυσκόλευαν, οι ψηφοφόροι ούτε που ήθελαν ν’ ακούσουν για δυσκολίες. Παραμέριζαν όσες φωνές προειδοποιούσαν και ανέτρεπαν όσες αποφάσεις θα μπορούσαν να προλάβουν τα χειρότερα. Επέλεγαν όσους τους έλεγαν τα πιο ευχάριστα λόγια. Δεν ήθελαν την ειλικρίνεια, διότι δεν την άντεχαν.
Τώρα όλοι καταφέρονται εναντίον των πολιτικών, συλλήβδην, χωρίς να θέλουν ή να μπορούν να θυμηθούν λίγο το πρόσφατο ή το απώτερο παρελθόν και να κάνουν σωστή αξιολόγηση
Τα παραδείγματα είναι άπειρα. Αυτό που έχει σημασία είναι να μπορούμε από αυτά να βγάλουμε κάποια σωστά συμπεράσματα για τη συνέχεια. Η κρίση δεν είναι πρόσκαιρη. Δεν «θα τη σκαπουλάρουμε» πάλι, όπως σε άλλες περιπτώσεις στο παρελθόν. Ούτε υπάρχουν «σωτήρες» με μαγικές λύσεις στο τσεπάκι.
Να εμπιστευόμαστε όσους μας έλεγαν όλα αυτά τα χρόνια αλήθειες ή έστω λιγότερα ψέματα. Και πάνω απ’ όλα να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας, για να μπορούμε να επιλέγουμε και τους πιο κατάλληλους ηγέτες.
Η αυτογνωσία φέρνει την ειλικρίνεια. Και τα δυο μαζί είναι απαράβατος, πλέον, όρος για την όποια σωτηρία μας».
Αυτά έγραφα σ’ αυτή τη «γωνιά» πριν από μερικούς μήνες. Τα αντιγράφω σήμερα επειδή πιστεύω ότι η αξία των διαπιστώσεων αυτών έχει πολλαπλασιαστεί. Και, επιπλέον, επειδή με ικανοποίηση βλέπω ότι η αυτογνωσία και η ειλικρίνεια επανέρχονται ως κριτήρια στις επιλογές πολλών συμπολιτών, περισσότερων από κάθε άλλη φορά. Και αυτό είναι το πιο παρήγορο σημάδι εν όψει ενός νέους έτους, που μπορεί να είναι μεν πιο δύσκολο από αυτό που φεύγει, αλλά ίσως αποτελέσει και την αρχή μιας αντίστροφης πορείας.
Έτσι αισιόδοξα θέλω να κλείσω γι’ αυτή τη χρονιά ευχόμενος στους αναγνώστες ό,τι καλύτερο γι’ αυτήν που έρχεται. Με περισσότερο προβληματισμό και με το πνεύμα της αλληλεγγύης να διακρίνει τη συμπεριφορά μας. Να μην ξεχνάμε ότι πάντα υπάρχουν δίπλα μας άλλοι που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από εμάς.
Γιώργος Καρελιάς, 28-12-2011, εφ. Έθνος


Να γράψετε ένα άρθρο που θα δημοσιευτεί στον τοπικό τύπο, εν όψει των επικείμενων εκλογών, στο οποίο θα αναφέρεστε στην ανάγκη της ατομικής αλλά και της εθνικής αυτογνωσίας που είναι ίσως η μόνη λύση για την ανασυγκρότηση της ελληνικής κοινωνίας. Το άρθρο θα έχει τον τίτλο «Νέες Φωνές». 

Realities

Τα reality βλάπτουν σοβαρά την υγεία... των πρωταγωνιστών τους, οδηγώντας συχνά σε νευρικό κλονισμό, κατάθλιψη, ακόμη και σε αυτοκτονία. Αναλώσιμοι «διάττοντες αστέρες» της μιας νύχτας, οι εν λόγω (δι)άσημοι εισέρχονται, στην πλειονότητά τους, στο τηλεοπτικό τοπίο φορτωμένοι εκ των προτέρων με ψυχολογικά «βάρη» για να εξέλθουν από αυτό, μερικούς μήνες μετά, με διαταραχές και τάσεις αυτοκτονίας, οι οποίες έχουν κοστίσει τη ζωή σε 11 άτομα τα τελευταία χρόνια.

            Χαρακτηριστική η πρόσφατη περίπτωση της48χρονης Σκοτσέζας τραγουδίστριας Σούζαν Μπόιλ, η οποία μέσα σε μόλις 2 μήνες αναδύθηκε από την απόλυτη αφάνεια στο επίκεντρο της παγκόσμιας δημοσιότητας για να καταλήξει εν συνεχεία, εσπευσμένα, σε ψυχιατρείο του Λονδίνου. Στις αρχές του περασμένου Απρίλη ήταν μια άνεργη γεροντοκόρη, η οποία δεν είχε φιλήσει ποτέ της άνδρα. Στα μέσα του ιδίου μήνα, μετά την εντυπωσιακή της εμφάνιση στη σκηνή του σόου «Βρετανία Εχεις Ταλέντο», έγινε «το ασχημόπαπο με τη θεϊκή φωνή».

Η 48χρονη Σούζαν Μπόιλ βρέθηκε από την κορυφή της δημοσιό­τητας σε ψυχια­τρική κλινική. Η συνέχεια βρήκε τη Σούζαν να εμφανίζεται δίπλα στην Οπρα και στον Λάρι Κινγκ και να δέχεται πρόσκληση από τον Λευκό Οίκο να τραγουδήσει για τον Ομπάμα στο πλαίσιο των εορτασμών της 4ης Ιουλίου. Στις 30 Μαΐου, ωστόσο, το «Βρετανία Εχεις Ταλέντο» έριξε αυλαία, με τη Σούζαν να έρχεται... δεύτερη. Την αμέσως επόμενη ημέρα, η 48χρονη εισήχθη «εξαντλημένη συναισθηματικά» στην ψυχιατρική κλινική «Priory» του Λονδίνου.

            Μόλις μερικούς μήνες πριν, στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, η Πόλα Γκούντσπιντ, αδυνατώντας προφανώς να ανανήψει από το πλήγμα που δέχτηκε όταν αποπέμφθηκε κακήν κακώς από το σόου «American Idol», αυτοκτόνησε μέσα σε παρκαρισμένο αυτοκίνητο κοντά στην οικία του ειδώλου της, της Πόλα Αμπντούλ, διάσημης τραγουδίστριας και μίας εκ των κριτών του εν λόγω τηλεπαιχνιδιού. Συνολικά, 11 εμπλεκόμενοι σε reality έχουν αυτοκτονήσει και άλλοι δύο έχουν αποπειραθεί να δώσουν τέλος στη ζωή τους τα τελευταία χρόνια σε ΗΠΑ, Βρετανία, Σουηδία και Ινδία, σύμφωνα με δημοσίευμα της ιστοσελίδας TheWrap.com.

            Οι παραπάνω απώλειες αποτελούν μόνο «την κορυφή του παγόβουνου», καταγγέλλει από τη μεριά του ο δρ Τζέιμι Χούισμαν, επικεφαλής του προγράμματος ψυχολογικής υποστήριξης «AfterTVCARE», μέσω του οποίου έχει περιθάλψει περισσότερους από 800 εκπεσόντες αστέρες reality τα τελευταία 17 χρόνια.

            Τους ωθούν στα άκρα. Σύμφωνα με τον Χούισμαν, «το πρόβλημα είναι πολύ μεγαλύτερο», καθώς οι παραγωγοί των εν λόγω σόου «δεν ενδιαφέρονται για τους παίκτες παρά μόνο για τους σπόνσορες, οι οποίοι θέλουν να βλέπουν τους πρωταγωνιστές να τσακώνονται, να καταρρέουν και να κλαίνε».

            Οι παραγωγοί φέρονται να ωθούν τους διαγωνιζομένους επίτηδες στα άκρα, συχνά με τραγικές συνέπειες. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς πως πολλοί εκ των συμμετεχόντων έχουν ήδη κάποιο «κουσούρι», το οποίο οι ψυχολόγοι των σόου συνηθίζουν να «παραβλέπουν».

            Σύμφωνα με τον Χούισμαν, πρόκειται για ανθρώπους με βαθύτερα ψυχολογικά προβλήματα, εμμονές και χαμηλή αυτοεκτίμηση, οι οποίοι ζητούν την επιβεβαίωση μέσω μιας υπερ-προβολής. Στην πράξη, ωστόσο, η πίεση είναι πολύ μεγαλύτερη από το αναμενόμενο, ενώ συχνά οι χαρακτήρες «φορτώνονται» ρόλους που δεν έχουν καν επιλέξει.

Ασκήσεις

1.      Να γράψετε την περίληψη του κειμένου σε 80-100 λέξεις (25 Μονάδες)

2.      Να δώσετε έναν τίτλο στο κείμενο (2 Μονάδες)

3.      Με ποιον τρόπο αναπτύσσονται οι περισσότερες παράγραφοι του κειμένου (3 Μονάδες)

4.      Σύμφωνα με τον Χούισμαν, πρόκειται για ανθρώπους με βαθύτερα ψυχολογικά προβλήματα, εμμονές και χαμηλή αυτοεκτίμηση, οι οποίοι ζητούν την επιβεβαίωση μέσω μιας υπερ-προβολής. Να σχολιάσετε σε μια παράγραφο το παραπάνω απόσπασμα και να δηλώσετε τον τρόπο ανάπτυξης παραγράφου που χρησιμοποιήσατε  (10 Μονάδες)

5.      Να δώσετε ένα συνώνυμο για τις υπογραμμισμένες λέξεις του κειμένου (5 Μονάδες)

6.      Αναλώσιμοι, καταγγέλλει, δέχτηκε, αναλογιστεί, επιλέξει. Να βρείτε δύο παράγωγες λέξεις για καθεμία από τις παραπάνω λέξεις (5 Μονάδες)

 

Το μοιρολόγι της φώκιας

Κείμενο: Το μοιρολόγι της φώκιας
Κάτω από τον κρημνόν, οπού βρέχουν τα κύματα, όπου κατέρχεται το μονοπάτι, το αρχίζον από τον ανεμόμυλον του Μαμογιάννη, οπού αντικρύζει τα Μνημούρια, και δυτικώς, δίπλα εις την χαμηλήν προεξοχήν του γιαλού, την οποίαν τα μαγκόπαιδα του χωρίου, οπού δεν παύουν από πρωίας μέχρις εσπέρας, όλον το θέρος, να κολυμβούν εκεί τριγύρω, ονομάζουν το Κοχύλι -φαίνεται να έχη τοιούτον σχήμα- κατέβαινε το βράδυ-βράδυ η γριά-Λούκαινα, μία χαροκαμένη πτωχή γραία, κρατούσα υπό την μασχάλην μίαν αβασταγήν, διά να πλύνη τα μάλλινα σινδόνια της εις το κύμα το αλμυρόν, είτα να ξεγλυκάνη εις την μικράν βρύσιν, το Γλυφονέρι, οπού δακρύζει από τον βράχον του σχιστολίθου, και χύνεται ηρέμα εις τα κύματα. Κατέβαινε σιγά τον κατήφορον, το μονοπάτι, και με ψίθυρον φωνήν έμελπεν εν πένθιμον βαθύ μοιρολόγι, φέρουσα άμα την παλάμην εις το μέτωπόν της, διά να σκεπάση τα όμματα από το θάμβος του ηλίου, οπού εβασίλευεν εις το βουνόν αντικρύ, κ' αι ακτίνες του εθώπευον κατέναντί της τον μικρόν περίβολον και τα μνήματα των νεκρών, πάλλευκα, ασβεστωμένα, λάμποντα εις τας τελευταίας του ακτίνας.
Ενθυμείτο τα πέντε παιδιά της, τα οποία είχε θάψει εις το αλώνι εκείνο του χάρου, εις τον κήπον εκείνον της φθοράς, το εν μετά το άλλο, προ χρόνων πολλών, όταν ήτο νέα ακόμη. Δύο κοράσια και τρία αγόρια, όλα εις μικράν ηλικίαν της είχε θερίσει ο χάρος ο αχόρταστος.
Τελευταίον επήρε και τον άνδρα της, και της είχον μείνει μόνον δύο υιοί, ξενιτευμένοι τώρα. ο εις είχεν υπάγει, της είπον, εις την Αυστραλίαν, και δεν είχε στείλει γράμμα από τριών ετών. αυτή δεν ήξευρε τι είχεν απογίνει. ο άλλος ο μικρότερος εταξίδευε με τα καράβια εντός της Μεσογείου, και κάποτε την ενθυμείτο ακόμη. Της είχε μείνει και μία κόρη, υπανδρευμένη τώρα, με μισήν δωδεκάδα παιδιά.
Πλησίον αυτής, η γριά-Λούκαινα εθήτευε τώρα, εις το γήρας της, και δι' αυτήν επήγαινε τον κατήφορον, το μονοπάτι, διά να πλύνη τα χράμια και άλλα διάφορα σκουτιά εις το κύμα το αλμυρόν, και να τα ξεγλυκάνη στο Γλυφονέρι.
Η γραία έκυψεν εις την άκρην χθαμαλού, θαλασσοφαγωμένου βράχου, και ήρχισε να πλύνη τα ρούχα. Δεξιά της κατήρχετο ομαλώτερος, πλαγιαστός, ο κρημνός του γηλόφου, εφ' ου ήτο το Κοιμητήριον, και εις τα κλίτη του οποίου εκυλίοντο αενάως προς την θάλασσαν την πανδέγμονα τεμάχια σαπρών ξύλων από ξεχώματα, ήτοι ανακομιδάς ανθρωπίνων σκελετών, λείψανα απόχρυσές γόβες ή χρυσοκέντητα υποκάμισα νεαρών γυναικών, συνταφέντα ποτέ μαζί των, βόστρυχοι από κόμας ξανθάς, και άλλα του θανάτου λάφυρα. Υπεράνω της κεφαλής της, ολίγον προς τα δεξιά, εντός μικράς κρυπτής λάκκας, παραπλεύρως του Κοιμητηρίου, είχε καθίσει νεαρός βοσκός, επιστρέφων με το μικρόν κοπάδι του από τους αγρούς, και, χωρίς ν' αναλογισθή το πένθιμον του τόπου, είχε βγάλει το σουραύλι από το μαρσίπιόν του, και ήρχισε να μέλπη φαιδρόν ποιμενικόν άσμα. Το μοιρολόγι της γραίας εκόπασεν εις τον θόρυβον του αυλού, και οι επιστρέφοντες από τους αγρούς την ώραν εκείνην - είχε δύσει εν τω μεταξύ ο ήλιος - ήκουον μόνον την φλογέραν, κ' εκοίταζον να ίδωσι που ήτο ο αυλητής, όστις δεν εφαίνετο, κρυμμένος μεταξύ των θάμνων, μέσα εις το βαθύ κοίλωμα του κρημνού.
 Μία γολέτα ήτο σηκωμένη στα πανιά, κ' έκαμνε βόλτες εντός του λιμένος. Αλλά δεν έπαιρναν τα πανιά της, και δεν έκαμπτε ποτέ τον κάβον τον δυτικόν. Μία φώκη, βόσκουσα εκεί πλησίον, εις τα βαθιά νερά, ήκουσεν ίσως το σιγανόν μυρολόγι της γραίας, εθέλχθη απότον θυρυβώδη αυλόν του μικρού βοσκού, και ήλθε παραέξω, εις τα ρηχά, κ' ετέρπετο εις τον ήχον, κ' ελικνίζετο εις κύματα. Μία μικρά κόρη, ήτο η μεγαλυτέρα εγγονή της γραίας, η Ακριβούλα, εννέα ετών, ίσως την είχε στείλει η μάννα της, ή μάλλον είχε ξεκλεφθή από την άγρυπνον επιτήρησίν της, και μαθούσα ότι η μάμμη ευρίσκετο εις το Κοχύλι, πλύνουσα εις τον αιγιαλόν, ήλθε να την εύρη, διά να παίξη ολίγον εις τα κύματα. Αλλά δεν ήξευρεν όπως πόθεν ήρχιζε το μονοπάτι, από του Μαμογιάννη τον μύλον, αντικρύ στα Μνημούρια, και άμα ήκουσε την φλογέραν, επήγε προς τα εκεί και ανεκάλυψε τον κρυμμένον αυλητήν. και αφού εχόρτασε ν' ακούη το όργανόν του και να καμαρώνη τον μικρόν βοσκόν, είδεν εκεί που, εις την αμφιλύκην του νυκτώματος, εν μικρόν μονοπάτι, και ότι εκείθεν είχε κατέλθει η γραία η μάμμη της. κ' επήρε το κατηφορικόν απότομον μονοπάτι διά να φθάση εις τον αιγιαλόν να την ανταμώση. Και είχε νυκτώσει ήδη.
Η μικρά κατέβη ολίγα βήματα κάτω, είτα είδεν ότι ο δρομίσκος εγίνετο ακόμη πλέον απόκρημνος. Έβαλε μίαν φωνήν, κ' επροσπάθει ν' αναβή, να επιστρέψη οπίσω. Ευρίσκετο επάνω εις την οφρύν ενός προεξέχοντος βράχου, ως δύο αναστήματα ανδρός υπεράνω της θαλάσσης. Ο ουρανός εσκοτείνιαζε, σύννεφα έκρυπταν τα άστρα, και ήτον στην χάσιν του φεγγαριού. Επροσπάθησε και δεν εύρισκε πλέον τον δρόμον πόθεν είχε κατέλθει. Εγύρισεν πάλιν προς τα κάτω, κ' εδοκίμασε να καταβή. Εγλίστρησε κ' έπεσε, μπλουμ! εις το κύμα. Ήτο τόσον βαθύ όσον και ο βράχος υψηλός. Δύο οργυιές ως έγγιστα. Ο θόρυβος του αυλού έκαμε να μη ακουσθή η κραυγή. Ο βοσκός ήκουσεν ένα πλαταγισμόν, αλλά εκείθεν όπου ήτο, δεν έβλεπε τη βάσιν του βράχου και την άκρην του γιαλού. 'Aλλως δεν είχε προσέξει εις την μικράν κόρην και σχεδόν δεν είχεν αισθανθή την παρουσίαν της.
 Καθώς είχε νυκτώσει ήδη, η γραία Λούκαινα είχε κάμει την αβασταγήν της, και ήρχισε ν' ανέρχεται το μονοπάτι, επιστρέφουσα κατ' οίκον. Εις την μέσην του δρομίσκου ήκουσε τον πλαταγισμόν, εστράφη κ' εκοίταξεν εις το σκότος, προς το μέρος όπου ήτο ο αυλητής.
- Κείνος ο Σουραυλής θα είναι, είπε, διότι τον εγνώριζε. Δεν του φτάνει να ξυπνά τους πεθαμένους με τη φλογέρα του, μόνο ρίχνει και βράχια στο γιαλό για να χαζεύη... Σημαδιακός κι αταίριαστος είναι.
Κι εξακολούθησε το δρόμο της.
 Κ' η γολέτα εξηκολούθει ακόμη να βολταντζάρη εις τον λιμένα. Κι ο μικρός βοσκός εξηκολούθει να φυσά τον αυλόν του εις την σιγήν της νυκτός.
Κ' η φώκη, καθώς είχεν έλθει έξω εις τα ρηχά, ηύρε το μικρόν πνιγμένον σώμα της πτωχής Ακριβούλας, και ήρχισε να το περιτριγυρίζη και να το μυρολογά, πριν αρχίση το εσπερινόν δείπνον της.
Το μοιρολόγι της φώκης, το οποίον μετέφρασεν εις ανθρώπινα λόγια εις γέρων ψαράς, εντριβής εις την άφωνον γλώσσαν των φωκών, έλεγε περίπου τα εξής:

Αυτή ήτον η Ακριβούλα
η εγγόνα της γριά-Λούκαινας.
Φύκια 'ναι τα στεφάνια της,
κοχύλια τα προικιά της...
Κ' η γριά ακόμα μοιρολογά
τα γεννοβόλια της τα παλιά.
Σαν νά 'χαν ποτέ τελειωμό
τα πάθια κ' οι καημοί του κόσμου.
Αλ. Παπαδιαμάντη, «Φόνισσα»
 «Η Χαδούλα, η λεγόμενη Φράγκισσα, ή άλλως Φραγκογιαννού, ήτο γυνή σχεδόν εξηκοντούτις, καλοκαμωμένη, με αδρούς χαρακτήρας, με ήθος ανδρικόν και με δύο μικράς άκρας μύστακος άνω των χειλέων της. Εις τους λογισμούς της, συγκεφαλαιούσα όλην την ζωήν της, έβλεπεν ότι ποτέ δεν είχε κάμει άλλο τίποτε ειιμή να υπηρετή τους άλλους. Όταν ήτο παιδίσκη, υπηρέτει τους γονείς της· όταν υπανδρεύθη, έγινε σκλάβα του συζύγου της - και όμως, ως εκ του χαρακτήρος της και της αδυναμίας εκείνου, ήτο συγχρόνως και κηδεμών αυτού· όταν απέκτησε τέκνα, έγινε δούλα των τέκνων της· όταν τα τέκνα της απέκτησαν τέκνα, έγινε πάλιν δουλεύτρια των εγγονιών της».
γραία νήρχετο δη ψηλότερα, πρς τν πότομον κορυφν το ρεύματος. Κάτω χαράττετο βαθ τ ποτάμιον, τ' χειλ τ ρέμα, κα λην τν βαθείαν κοιλάδα μετ ρέμου μορμυρισμο διέτρεχε τ ρεμα, κατ τ φαινόμενον κινητον, λιμνάζον, λλ πράγματι ενάως κινούμενον π τς μακρς βαθυκόμους πλατάνους· νάμεσα ες βρύα κα θάμνους κα πτέριδας, φλοίσβιζε μυστικά, φίλει τος κορμος τν δένδρων, ρπον φιοειδς κατ μκος τς κοιλάδος, πρασινωπν π τς νταυγείας τς χλοερς, φιλον κα μα δάκνον τος βράχους κα τς ρίζας, νάμα μορμύρον, θόλωτον, βρίθον π μικρ καβουράκια, τ ποα τρεχον ν κρυβώσιν ες τ θόλωμα τς μμου, μα κανν βοσκόπουλον, φνον τς λίγας μνάδας ν βόσκουν ες τν δροσερν χλόην, ρχετο ν κύψη ες τ ρεμα, κα νεσήκωνε πέτραν τιν δι ν τ κυνηγήση. Τ λάλον, σίγητον κελάδημα τν κοσσύφων ντήχει ρμονικν ες τ δάσος, τ περιστέφον λην τν δυτικν κλιτύν, κα νέρπον ες τν κορυφν το ναγύρου, ως τν ετοφωλιν πάνω - που λέγετο τι ες θαλασσαετς εχε κατοικήσει π τρες γενες νθρώπων κε, κα τέλος ξέλιπε χωρς ν' φήση ετόπουλα. Ες τν ρημωθεσαν φωλεν το ερέθη λόκληρον μουσεον π τεράστια κόκκαλα θαλασσίων φεων, φωκν, καρχαριν κα λλων ναλίων θηρίων, τ ποα εχε ξεφαντώσει κατ καιρος μέγας κα κραταις ρνις τν θαλασσν, μ τ γρυπν ράμφος του τ κυανωπόν, κα μ τ τεφρν μεγαλοπρεπς πτέρωμα.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ:

  1. Σε ποιο είδος διηγήματος ανήκει «Το μοιρολόγι της φώκιας»; Τεκμηριώστε την απάντησή σας με τρία παραδείγματα από το κείμενο.                                                                   

      ΜΟΝΑΔΕΣ 15


  1. Ποιες αφηγηματικές τεχνικές χρησιμοποιεί ο συγγραφέας στο διήγημα;                                                                

      ΜΟΝΑΔΕΣ 20


  1. Να επισημάνετε δύο αντιθετικά ζεύγη εικόνων, σκηνών ή προσώπων που υπάρχουν στο διήγημα και να τα σχολιάσετε.                                                                                          ΜΟΝΑΔΕΣ 20

  1. Πώς κλιμακώνεται στο διήγημα η σκηνή του θανάτου της Ακριβούλας;                                                         

            ΜΟΝΑΔΕΣ 25


  1. Να διαβάσετε το παραπάνω παράλληλο κείμενο και να εντοπίσετε κοινά σημεία και διαφορές.                                                       

            ΜΟΝΑΔΕΣ 20

Η Τιμή και το Χρήμα

ΚΕΙΜΕΝΟ
Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Η τιμή και το χρήμα (απόσπασμα)

(Σύνδεση με τα προηγούμενα)
Η σιόρα Επιστήμη δέχεται την επίσκεψη του θείου του Αντρέα. Της ζητάει 1.000 τάλαρα για προίκα. Αυτή επιμένει ότι μόνο 300 μπορεί να δώσει. Ο Αντρέας, όταν μαθαίνει την τελική απάντησή της, αποφασίζει να δουλέψει, για να ξεχρεώσει το σπίτι, που πρόκειται να πουληθεί. Εγκαταλείπει στο σπίτι τη Ρήνη, που είναι έγκυος, ψαρεύει και πουλάει τα ψάρια στην αγορά. Εκεί τον βρήκε η σιόρα Επιστήμη και του ζητάει να συζητήσουν. Αυτός δε δέχεται και τη διώχνει. Στην απελπισία της αρπάζει ένα μαχαίρι και τον χτυπάει σκληρά στο μπράτσο. Ενώ την πιάνουν οι αστυνομικοί, λέει του Αντρέα: "Μη μου χάσεις το σπίτι μου. Πάρ' το κλειδί του κομού και σύρε να σου τα δώκει όλα όσα έχω ο άντρας μου·όλα·μόνο διαφέντεψέ* με στο δικαστήριο. Ανάθεμά τα τα τάλαρα!"
Ο Αντρέας, που η πληγή του είναι επιπόλαιη, τρέχει χαρούμενος στο σπίτι του. Δε βρίσκει τη Ρήνη. Πηγαίνει έπειτα στο σπίτι της και της λέει τα νέα.
[Ανάθεμά τα τα τάλαρα]
Εκείνη εκοίταξε πονεμένη τα αδέρφια της, εκατέβασε το βλέφαρο και δεν του αποκρίθηκε.
"Γιατί δε χαίρεσαι;" την ερώτησε.
Κι αυτήν τη στιγμή εμπήκε στο σπίτι ο γέροντας ο Τρίνκουλος. ΄Ετρεμε όλος, αχνός, λιγνός, φοβισμένος, με μάτια που το κρασί από τόσα χρόνια του τα' χε θολώσει. Μα τώρα ήταν ξενέρωτος κι εδάκρυζε. Είχε ακούσει τα τελευταία τα λόγια του Αντρέα κι αγκάλιασε μ' αγάπη τη θυγατέρα του. Κι εκεί δεν εμπόρεσε πλια να βαστάξει. ΄Ενα αναφιλητό βαρύ βαρύ του ετίναξε τα στήθη κι εμούγκρισε για να μην ξεφωνίσει το κλάμα.
Κι ο Αντρέας στενοχωρημένος εκοίταξε τα δύο πλάσματα, που αγαπιόνταν, που υπόφερναν εξαιτίας του και που τώρα δεν εμιλούσαν.
Τέλος ο πατέρας της είπε, σφίγγοντάς την στην αγκαλιά του: "Σ' εδυστύχεψε!"
Δεν είπε ποιος. Ο νους του ήταν ίσως για τη γυναίκα του, μα ο Αντρέας ενόμισε πως τα λόγια τον εχτυπούσαν εκείνον, κι είπε: "΄Εφταιξα· μα τώρα εδιορθωθήκανε όλα. Την Κυριακή βάζω στεφάνι. Εδώ τα κλειδιά του κομού· είπε να μου τα δώκεις τα χίλια".
"Και ξαναγοράζεις" του 'πε η Ρήνη πικρά "και την αγάπη; Ω, τι έκαμες!" Κι εβάλθηκε να κλαίει.
"Την αγάπη;" ερώτησε αχνίζοντας· "και δεν την έχω;"
"΄Όχι!" του αποκρίθηκε "όχι! για λίγα χρήματα ήσουνε έτοιμος να με πουλήσεις και χωρίς αυτά δε μ' έπαιρνες· πάει τώρα η αγάπη. Επέταξε το πουλί!"
"Θα ξανάρθει" της απολογήθηκε λυπημένος, "στη ζεστή τη φωλιά του. Η ζωή μας θα' ναι παράδεισος!"
"Όχι!" του 'πε· "έπειτα απ' ό,τι έκαμες όχι! κι α σ' αγαπούσα, δε θα ερχόμουνα μαζί σου. Είμαι δουλεύτρα· ποιόνε έχω ανάγκη;" Και σε μία στιγμή ξακολούθησε: "Γιατί ν' αδικηθούν τα αδέρφια μου;"
"Σ' εδυστύχεψε!" είπε πάλι πικρά ο πατέρας που τώρα ήταν ξενέρωτος. "Γιατί να μην τα δώσει από την αρχή όπως τση τό 'πα; Ανάθεμά τα τα τάλαρα!"
"Πάμε!" είπε ο Αντρέας.
"Όχι!" του 'πε μ' απόφαση· "εδώ είναι ο χωρισμός μας· θα πάω σε ξένα μέρη, σε ξένον κόσμο, σ' άλλους τόπους· θα δουλέψω για με και για να κουναρήσω* το παιδί που θα γεννηθεί. Θα μου δώσει η μάνα γράμματα για να 'βρω αλλού εργασία· θα τα πάρει από τες κυράδες της. ΄Όχι, δεν έρχομαι! Είμαι δουλεύτρα· ποιόνε έχω ανάγκη;" Κι έπειτα από μία στιγμή σα ν' απαντούσε σε κάποια της σκέψη εξαναφώναξε: "Δεν έρχομαι, δεν έρχομαι!"
Ο Αντρέας την εκοίταξε ξεταστικά κι εκατάλαβε πως όλα τα λόγια θα 'ταν χαμένα.
" Ανάθεμά τα τα τάλαρα!" εφώναξε πάλι απελπισμένος. "Πάει η ευτυχία μου!"
Κι εβγήκε στο δρόμο.
..................................
διαφεντεύω· υπερασπίζομαι
κουναρώ· μεγαλώνω, αναθρέφω

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1.   Το διήγημα "Η τιμή και το χρήμα" ανήκει στη δεύτερη φάση της συγγραφικής δημιουργίας του Κ.Θεοτόκη. Ποιον κοινωνικό προβληματισμό προβάλλει ο συγγραφέας στα έργα της φάσης αυτής, όπως φαίνεται από το απόσπασμα που σας δόθηκε;
Μονάδες 15

2.   Ποιους αφηγηματικούς τρόπους χρησιμοποιεί ο Κ.Θεοτόκης στο κείμενο αυτό και τι επιτυγχάνει με καθένα από αυτούς;
Μονάδες 20

3.   "Τινάζοντας από πάνω της όλες τις κοινωνικές προκαταλήψεις η νεαρή ηρωίδα (η Ρήνη) απελευθερώνεται κοινωνικά και ηθικά" (Γ.Δ.Παγανός). Πώς επαληθεύεται η άποψη αυτή με βάση το απόσπασμα του Κ.Θεοτόκη;
Μονάδες 20

4.   Ποιοι λόγοι ωθούν καθένα από τους δύο άντρες στο απόσπασμα του Κ.Θεοτόκη να αναφωνήσει τη φράση: "Ανάθεμά τα τα τάλαρα!"; Να αναπτύξετε τις απόψεις σας σε δύο παραγράφους.
Μονάδες 25

5.   Σε τι διαφέρει η συμπεριφορά της νεαρής ηρωίδας του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου, στο απόσπασμα που σας δίνεται παρακάτω, από τη συμπεριφορά της Ρήνης στο κείμενο του Κ.Θεοτόκη;
Μονάδες 20

Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροποτάμου (απόσπασμα)

Η Φρόσω του Κρανιά τα πλούτη του αγαπητικού δεν τα λογάριασε ολότελα, ούτε και τα ήξερε την πρώτη αρχή, όταν τον αντίκρισε κάτω από το μπαλκόνι του επαρχείου ένα δειλινό. Τα μάτια του είδε μόνο που την κοιτάζανε παράξενα, τα μάγουλά της θυμάται που ξανάψανε και το γιασεμί που μοσκοβολούσε από την αυλή. Τίποτες άλλο, τίποτες άλλο. Τα πλούτη η μάνα τής τα θύμισε κατόπι, εκείνη της πρωτάνοιξε τα μάτια στο ισοφάρισμά τους με το φτωχό σόι του Κρανιά. Κι αλήθεια τη συμβούλεψε, τη φοβέριξε, την έδειρε κιόλας, μ' από τ' άλλο μέρος της έβαλε και το πρώτο κοκκινάδι στα μάγουλα, της έκοψε τα πρώτα σγουρά στο μέτωπο και τη μάλωσε να μη βγει άλλη φορά όξω στο μπαλκόνι αχτένιστη κι ανάλλαγη, όπως συγύριζε το σπίτι. Αυτή στην αρχή πετιότανε κει, σα μάντευε το πέρασμα του νιου, δίχως να το νιώθει. ΄Υστερα βέβαια άλλαξε κι αυτή, χόρεψε όπως της λαλούσαν όλοι γύρω της, όπως τη δασκαλεύανε προεστές και φιλενάδες, ύστερα ξύπνησε μέσα της κι αυτής η φυσική έννοια, που έχει κάθε κόρη δίχως προίκα, πώς να σιγουρευτεί. Και σιγουρεύτηκε καλά. Αν σιγουρευόταν αλλιώτικα, αν το δόκανο έπιανε τα πλούτη, τότε θα' ταν όλα καλά καμωμένα, όλοι θα της κάναν τόπο να περάσει. Τώρα όμως...


Πατέρα στο σπίτι- Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Μπάρμπα, βάλε μου λίγο λαδάκι μες στο γυαλί, είπε η μάνα μου, για­τί δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι.
-Χωρίς πεντάρα;
 -Ναι.
-Και τι έγινε ο πατέρας σου;
-Να, πάει να βρη άλλη γυναίκα.
Ήτο πενταετές παιδίον, ζωηρόν, με λαμπρούς μεγάλους οφθαλμούς, ρακένδυτον.* ………..
-Να, πάει να βρει άλλη γυναίκα.
Δεν ήτο η πρώτη φορά οπού το έβλεπα. …Κατά τας τοιαύτας δε ημέρας, ισαρίθμους με τας σελήνας του ενιαυτού,* μοι συμβαίνει, χωρίς να φροντίσω να πληρώσω μέρος των χρεών μου, να εξοδεύω μονοημερίς τα δυο τρίτα του ούτω πως εκβιασθέντος ποσού, φυλάττων φρονίμως το τρίτον δια τας επομένας τρεις εβδομάδας.
Έκραξα το παιδίον και του έδωκα μίαν πεντάραν. Εκείνο την έλαβεν, έβγαλεν έξω από τα χείλη την γλώσσαν, με μειδίαμα ευδαιμονίας, και ατενίζον με είπε:
- Δο μ' κι άλλη, μπάρμπα!
                                                                      * * *
    Δεν ήτο το μόνον παιδίον, το οποίον ήρχετο εις το μικρόν εκείνο παντοπωλείον της οδού Σ..., κατά την δυτικήν εσχατιάν* της πόλεως. Πτωχαί γυ­ναίκες έστελναν συνήθως τας πενταετείς ή επταετείς κορασίδας των δια να οψωνίσουν. Συνέβαινε καθ' εσπέραν να κάθημαι επί ημίσειαν ώραν και πλέον, συνομιλών με δύο ή τρεις φίλους, πίνοντας το ορεκτικόν των, εις το μικρόν μαγαζίον, ενίοτε δε να λαμβάνω εκεί το λιτόν δείπνον μου. Πολλά­κις τριετή νήπια ψελλίζοντα τα έστελναν αι προκομμέναι αι μητέρες των, με επικίνδυνα ποτήρια ή φιαλίδια εις τας χείρας, δια ν' αγοράσουν κασί ή λάι ή λυκάζι.* Εν τούτων εζήτει να του δώσουν ένα κουμπί (σκουμβρί), άλ­λο εζήτει μια πεντάρα πίτα (σπίρτα). Την γλώσσαν των μόνος ο νεαρός παντοπώλης, ο φίλος μου, ήτο ικανός να την εννοή. Ο ίδιος εσπλαγχνίζετο ε­νίοτε και έστελνε προπομπούς* τους ιδίους του υπηρέτας έως την θύραν των μικρών παιδιών, δια να φθάσουν ταύτα ασφαλώς εις την μητέρα των.
     Συχνά συνέβαινε να ξεχάση η μικρά παιδίσκη, πενταέτις ή εξαέτις, το είδος, το οποίον εστάλη ν' αγοράση, και να είπη άλλα αντ' άλλων.
     Εντεύθεν παράπονα, διαμαρτυρίαι εκ μέρους των μητέρων, ύβρεις κα­τά του μπακάλη. Πάντοτε τον μπακάλην έβγαζαν πταίστην. Το παιδί ποτέ δεν έπταιε.
       Άλλοτε συνέβη να του πέση εις τον δρόμον το μισό το ρύζι, ή να φάγη την μισήν την ζάχαριν. Τότε η μήτηρ ή η γιαγιά κατήρχετο η ιδία, και ύ­βριζε τον μπακάλην, λέγουσα ότι τέτοιος ήτον, τον ήξευρεν αυτή, όλο ξίκικα* επώλει· μ' αυτά εζητούσε να πλουτίση κι αυτός. Και δύναμαι να μαρτυρήσω ότι ο μπακάλης ήτο, ως εμπορευόμενος και ως άτομον, τίμιος άνθρωπος. Άλλοτε πάλιν, ο μικρός ψωνιστής, το δεινότερον,* έχανε καθ' οδόν τα λεπτά, τα ρέστα, όσα έλαβεν από τον παντοπώλην. Πλην δια τού­το είχε ληφθή η πρόνοια να τυλίγωνται τα ρέστα εις χαρτίον, και κάποτε να δένωνται κομπόδεμα εις ράκος* και να εμβάλλωνται εις την τσέπην του μικρού. Και όμως πολλάκις εχάνοντο πεντάλεπτα και δεκάλεπτα και ολόκληροι λιμοκοντόροι.* Και πάλιν ο μπακάλης έπταιεν.
                                                                     * * *
Αλλ' ας επανέλθω εις το παιδίον περί ου* ο λόγος εν αρχή. Δεν είμαι πο­τέ πολυπράγμον*, αλλ' ο φίλος μου ο μικρός παντοπώλης ήξευρεν, ως ει­κός, όλα τα μυστικά της γειτονιάς. Ήτο γενικός θεματοφύλαξ* των αλλό­τριων* υποθέσεων. Δεν ηξεύρω αν το βλέμμα μου του εφάνη ερωτηματικόν, αλλ' όταν ευκαίρησεν, αυθόρμητος ήρχισε να μου διηγήται την ιστορίαν.
     Προ εννέα ετών ο Μανόλης ο Φλοεράκης είχε νυμφευθή την Γιαννούλαν Πολυκάρπου. Εκ της συζυγίας ταύτης εγεννήθησαν πέντε τέκνα, εξ ων το τρίτον ήτο το παιδίον εκείνο.
      Ο Μανόλης ήτο ξυλουργός, αλλά δεν διέπρεπε πολύ επί φιλοπονία.* Ειργάζετο, οσάκις είχεν εργασίαν, από την Τρίτην έως την Παρασκευήν. Το Σάββατον πρωί του επονούσεν αίφνης η μέση του, την Δευτέραν του επονούσε το κεφάλι. Εννοείται ότι διήρχετο εν κραιπάλη* από το Σάββα­τον εσπέρας έως την Δευτέρα πρωί.
Η γυνή ήτο φίλεργος.* Είχε ραπτικήν μηχανήν και κατεσκεύαζεν υπο­κάμισα. Εκέρδιζεν ούτω εν τάλιρον την εβδομάδα, το οποίον, προστιθέμενον εις τας δεκατρείς ή δεκατέσσαρας δραχμάς, όσας εκέρδιζεν εκεί­νος, και εκ των οποίων τα ημίση του εχρειάζοντο δια το τακτικόν μεθύσι της Κυριακής, μόλις ήρκει προς συντήρησιν της οικογενείας.
     Πλην η οικογένεια ηύξανε, σχεδόν κάθε χρόνον. Ανά εν κουτσουβέλι,* ή κατσιβέλι,* εγεννάτο τακτικά κάθε δεκαοκτώ μήνας, με κανονικότητα απελπιστικήν. Η οικογένεια ηύξανεν, αλλά το εισόδημα ηλαττούτο. Η ερ­γασία εγένετο σπανιωτέρα. Η ραπτική μηχανή παρερρίφθη εις μίαν γωνίαν, ετέθη εις αχρηστίαν. Η Γιαννούλα, μη προφθάνουσα ν' απογαλακτίση εν μωρόν, και αρχίζουσα να βυζάνη αμέσως άλλο, μόλις επαρκούσα δια να πλύνη ράκη, δεν είχε πλέον καιρόν να ράπτη υποκάμισα.
     Ο Μανώλης δεν έπαυσε να μεθύη τακτικά από το Σαββατόβραδον έως το εξημέρωμα της Δευτέρας. Η Γιαννούλα δεν είχε πλέον δεύτερον φό­ρεμα. Τα παιδιά δεν είχον πάντοτε ψωμί. Η εστία σπανίως ήτο αναμμένη. Η γυνή εγόγγυζεν. …….
      Η ραπτική μηχανή είχε δοθή ενέχυρον δια δύο εικοσιπεντάρικα, τα ο­ποία θα εχρησίμευαν δια τα γεννητούρια του τελευταίου μωρού και δι' άλλας χρείας. Τα δύο εικοσιπεντάρικα δεν επεστράφησαν, και η μηχανή εκρατήθη.
                                                                                * * *
        Εις τοιαύτην κατάστασιν ήτο η οικία, όταν εισεχώρησεν ο κουμπάρος εντός.
       Ο κουμπάρος ήτο άγαμος και τεσσαροκοντούτης, παχύς, ευμορφάνθρωπος με πλατύ ζουνάρι. Ήτο μέγας και πολύς, κομματάρχης ενός των πολιτευτών της Αττικής, είχε κερδίσει χρήματα από κάτι ενοικιάσεις. Ήτο άνθρωπος μ' επιρροήν.
      Κατ' αρχάς ήρχετο άπαξ του μηνός. Είτα ήλθε δις εις μίαν εβδομάδα, φέ­ρων κρέας και μικρά τίνα δώρα δια τα παιδία. Κατόπιν ήρχισε να έρχεται ημέραν παρ' ημέραν. Τέλος ήρχετο καθ' εκάστην, φέρων πάντοτε οψώνια.
     Τις οίδε ποίους σκοπούς έτρεφεν ο κουμπάρος. Πλην η Γιαννούλα ήτον τίμια, όσον και πάσα άλλη.
    Η Γιαννούλα ήτον τίμια, αλλ' ο Μανώλης ήτον ζηλιάρης. Και μετά πολλά εσπερινά δείπνα τα οποία έφαγεν εις την οικίαν ομού με τον κουμπάρον, μετά πολλάς δε πρωινάς σκηνάς τας οποίας έκαμεν εις την γυναίκα του, ήρχισε να μην είναι συνεπής εις τίποτε, κάποτε μάλιστα να ξενοκατιάζη.*
      Της είχε διηγηθή πολλάκις ότι, πριν την πάρη, είχε μία φιλενάδα. Εκείνη είχε νυμφευθή έκτοτε, ίσως χωρίς παπά, καθώς συνηθίζεται κάποτε εις την πτωχήν συνοικίαν. Τώρα φαίνεται ότι την είχε ξανανταμώσει, αυτήν την πάλαιαν γνωριμίαν, και δια τούτο έλειπεν από το σπίτι βραδιές βραδιές.
     Όσο δια την Γιαννούλαν, το μόνον έγκλημα της ήτο ότι, ίσως, είχε πολιτέψει* τον κουμπάρον, και δεν τον είχε διώξει μίαν και καλήν. Ο κου­μπάρος ήξευρε, βλέπετε, από πολιτικήν, και αυτή, ως γυνή οπού ήτον, ήξευρεν από ψευτοπολιτικήν. Πλην οι γειτόνισσες δεν ήσαν επιεικείς, και την εκακολόγησαν. Και εις των γειτόνων, ο κυρ-Ζάχος ο Ξεφαντούλης, ή­το της αρχής ότι έπρεπεν ο ενδιαφερόμενος «να ξέρη τι τρέχει». Και η υ­στεροβουλία, η λανθάνουσα και αυτόν τον ίδιον, ήτο να εύρη διασκέδασιν αυτός με τες φωνές, με τες κατακεφαλιές, με τα τραβήγματα των μαλ­λιών και με το χώρισμα του ανδρογύνου.
     Αυτό θα ειπή να σου θέλη τις το καλόν σου, να κήδεται* της τιμής σου, δηλαδή. Να σε βάλη να σκοτωθής.
                                                                         * * *
Μετά τελευταίαν φοβεράν σκηνήν, από την οποίαν η Γιαννούλα εβγήκε με μισήν πλεξίδα, με εν μάγουλον αιματωμένον, και με σχισμένον υποκάμισον -και όλοι οι φρονιμότεροι άνθρωποι της γειτονιάς έτρεφον την πεποίθησιν, την οποίαν συμμερίζεται και ο γράφων, ότι η Γιαννούλα ήτον αθώα- ο Μανώλης έγινεν άφαντος. Επήγε να ενταμώση οριστικώς την πάλαιαν του γνωριμίαν.
     Ο κουμπάρος εν τω μεταξύ είχε παύσει τας συχνάς επισκέψεις του. Είχεν αρραβωνισθή. Γεροντοπαλίκαρον ακμαίον, καλοκαμωμένος, ευμορφάνθρωπος, με πλατύ ζουνάρι, κομματάρχης, μέγας και πολύς, κερδίσας χρήματα από τας ενοικιάσεις, επόμενον ήτο να εύρη νύμφην με προίκα.
      Η Γιαννούλα τον είχε πολιτέψει η πτωχή. Μόνον τούτο το αμάρτημα είχε πράξει. Αλλά τα παιδιά επεινούσαν. Πλην εκείνος εβαρύνθη να περιμένη, κι έφυγε με την ώραν του.
     Και η Γιαννούλα έμεινε με τα τέσσαρα παιδιά - το πέμπτον είχεν απο­θάνει, ανακληθέν* ενωρίς υπό του Πολυευσπλάγχνου και Πανσόφου εις τον κήπον τον ανθηρόν, εις το ωραίον περιβολάκι με τα κρίνα και με τους ναρκίσσους, μετά των οποίων φυτεύονται και ανθούσιν εσαεί* και τα ά­κακα νήπια - έμεινε, λέγω, με τα τέσσαρα παιδία, χωρίς πατέρα, και χω­ρίς κουμπάρον.
     Έμεινε χωρίς άρτον εις το ερμάρι και χωρίς φωτιάν εις την εστίαν, χω­ρίς φόρεμα, χωρίς στρωμνήν, χωρίς σκέπασμα, χωρίς χύτραν και χωρίς στάμναν και χωρίς ραπτικήν μηχανήν!
    Και το τρίτον παιδίον, ο Μήτσος, εκείνο το οποίον έβλεπα, ήρχετο εις το παντοπωλείον, και εζήτει από τον μικρόν μπακάλην, όστις ήτο ακριβής εις τα σταθμά,* αλλά δεν εννόει από ελεημοσύνην, ήρχετο και εζήτει να του στάξη «μια σταξιά λάδι στο γυαλί», αυτό το οποίον θα ήτο άξιον να στάξη μίαν σταγόνα νερού εις πολλών πλουσίων χείλη, εις τον άλλον κόσμον.
     Και ητιολόγει την αίτησίν του λέγον:
-  Δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι!

Ερωτήσεις:
1.      Να βρείτε στο κείμενο τρία σημεία που αποκαλύπτουν τον ηθογραφικό χαρακτήρα του διηγήματος
2.      Ποια είναι η αφηγηματική τεχνική του συγγραφέα; (πρόσωπο αφήγησης, αφήγηση, διάλογος, οπτική, χρόνος)
3.      Ποια είναι η θέση της γυναίκας την εποχή του συγγραφέα; Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας με αναφορές στο κείμενο.
4.      Να βρείτε μία ομοιότητα και μία διαφορά στο περιεχόμενο των δύο κειμένων του Παπαδιαμάντη «Πατέρα στο σπίτι» και «Γυνή Πλέουσα».
Ὅταν ὁ Μανώλης, ὡς φρόνιμος νέος, ἐκάθισεν εἰς τὸν ἔξω θάλαμον, ἀκούων μὲ μεγάλην ἡδονὴν τὸ πιπίρισμα τοῦ βουτύρου εἰς τὸ τηγάνιον, αἰσθανόμενος τὴν κνῖσαν εἰς τοὺς ρώθωνάς του, ἐκάθισε βλέπων ἔξω διὰ τοῦ παραθύρου, κρατῶν ἐπὶ τῶν γονάτων τὸ ἀναγνωσματάριον, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀνοίξει ἀνάποδα ἐξ ἀπροσεξίας· ἤρχισε τότε νὰ μιαουρίζῃ τάχα ὡς νὰ ἐδιάβαζε, καὶ ἦτον ἕτοιμος νὰ κάμῃ μεγαλοφωνότερον τὸ μορμύρισμά του, ἐὰν τυχὸν ἔβλεπε τὸν πατέρα του ἐρχόμενον πρὸς τὴν οἰκίαν.
Ἤκουσε τὴν φωνὴν τῆς μητρός του:
― Μανώλη!
― Τί θέλεις, μάννα;
Πάραυτα ἐσηκώθη κ᾿ ἔτρεξεν εἰς τὸν χειμερινὸν θάλαμον. Δὲν θὰ ἠρκεῖτο πλέον, ὅπως τὰς ἡμέρας ὅπου ἔλειπεν ὁ πατήρ του, ἅμα ἦλθεν ἀπὸ τὸ σχολεῖον, νὰ πετάξῃ τὰ βιβλία του, ν᾿ ἀνοίξῃ μὲ κρότον τὸ δουλάπι, νὰ στραβοκόψῃ τεμάχιον ἄρτου, νὰ σπρώξῃ ἀτάκτως πάλιν τὴν θυρίδα τοῦ δουλαπίου, καὶ νὰ τὴν ἀφήσῃ μισοανοικτήν, ὄχι ἀσφαλῆ ἀπὸ τὰς ἐφόδους τῆς γάττας· αὐτὴν τὴν φορὰν ὑπῆρχε κάτι καλύτερον.
―Ἀκόμα, μάννα, δὲν ἔγιν᾿ ἡ τυρόπιττα;
―Ἄκουσε, παιδί μ᾿ Μανώλη, νὰ σ᾿ πῶ ἕνα κρυφούτσικο· ξέρεις τὸν Γιαννιό, τὸν Κισσιώτη, ὅπου σ᾿ ἔστελνα κ᾿ ἐγέμιζες τὴν μποτίλια κρασί;
― Πῶς.
― Νὰ πᾷς νὰ τοῦ πῇς…
― Νὰ μ᾿ δώσῃς τυρόπιττα…
― Τώρα, νὰ ψηθῇ πρῶτα… Ὅσο νὰ πᾷς καὶ νὰ ᾽ρθῇς, θὰ γένῃ… Νὰ πᾷς νὰ πῇς τοῦ Κισσιώτη…
― Τί;
― Κεῖνα τὰ βερεσέδια, πές, ὅπ᾿ τοῦ χρωστῶ, μὴν πιάσῃ, πές, τὸν πατέρα σ᾿ κ᾿ ἐγὼ θὰ κάμω νόμο-τρόπο*. Ἄκουσες;
― Ναί.
― Σῦρε, τρέχα γλήγορα, νὰ τ᾿ πῇς, καὶ νὰ ᾽ρθῇς… Νά, ἔφτυσα…
Ἔκαμε σημεῖον ὡς νὰ ἔπτυεν ἐπὶ τῆς παλάμης. Τὸ παιδίον ἐκοίταζεν ἀκόμη κατὰ τὸ τηγάνι.
― Δῶ ᾽μ᾿ πρῶτα, λιγάκι τυρόπιττα.
― Δὲν ἔγιν᾿ ἀκόμα… ὣς ποὺ νὰ ᾽ρθῇς πίσω θὰ γένῃ… Τρέχα… πήγαινε… Μὴ περάσ᾿ ὁ πατέρας, καὶ τόνε πιάσῃ… Τ᾿ ἄκουσες, τί σοῦ ᾽πα νὰ τ᾿ πῇς;
― Ναί.
― Πῶς θὰ τ᾿ πῇς;
― Νά κεῖνα τὰ βερεσέδια… μὴν τὰ πιάσ᾿ ὁ πατέρας… καὶ σὺ θὰ κάμῃς τὸν ὦμο τρόπο…
―Ὄχι μὴν τὰ πιάσ᾿ ὁ πατέρας… Αὐτὸς νὰ μὴ πιάσῃ τὸν πατέρα σ᾿ καὶ τὰ γυρεύῃ… κ᾿ ἐγὼ θὰ τὰ πληρώσω. Κατάλαβες;
― Πῶς.
― Πήγαινε, τρέχα… νά ᾽χῃς τὴν εὐκή μ᾿.
― Δῶ᾽ μ᾿ τυρόπιττα… Νά, τώρα ἔγινε, νά, θὰ καῇ…
Ἡ Καραβοκυροὺ ἐγύρισε τὴν πίτταν ἀπὸ τὴν ἄλλην πλευράν. Ἔπειτα ἐφύσησεν, ἐβίασε τὴν φωτιὰν καὶ μετὰ ἓν λεπτὸν τῆς ὥρας καυμένην ἀπὸ τὴν μίαν πλευράν, μισοψημένην ἀπὸ τὴν ἄλλην, τὴν ἐκένωσεν εἰς μέγα πινάκιον, καὶ ζεστὴν καυτήν, τὴν ἔκοψε κ᾿ ἔδωκε μέγαν κόμματον εἰς τὸν υἱόν της.
Ὁ Μανώλης κρατῶν τὸ τεμάχιον τῆς τυρόπιττας, καιόμενος, φυσῶν καὶ μεταφέρων ἀπὸ τὴν μίαν εἰς τὴν ἄλλην χεῖρα, τὴν ἐδάγκανε, τὴν ἐμάσα, καὶ ἤρχισε νὰ καταβαίνῃ τὰ σκαλοπάτια τῆς οἰκίας.